24.3.06

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ

Γράφει ο

Β.Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ

Το Μεσολόγγι από τα πρώτα χρόνια που εμφανίστηκε στην ιστορία συγκέντρωσε πολλούς λόγιους και πνευματικούς ανθρώπους, που υπηρετήσανε τις τέχνες και τη λογοτεχνία. Πρωτοπόροι ήταν οι Παλαμάδες και οι Τρικούπηδες, αλλά και πολλοί άλλοι ποιητές και πεζογράφοι που ζήσανε στο Μεσολόγγι ή φοιτήσανε στην Παλαμαϊκή Σχολή. Ανάμεσά τους αναφέρονται ο Δημ. Γαλανός, ο Δημοσθένης Βουτυράς, ο Τάσος Γιανναράς, ο Αντ. Αντωνιάδης, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Κων. Χατζόπουλος, ο Ιω. Γρυπάρης και πολλοί άλλοι, αλλά και ποιητές όπως ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και ο Διον. Σολωμός είχαν ως έμπνευσή τους το Μεσολόγγι. Άλλοι τραγουδήσανε τη λιμνοθάλασσα και οι περισσότεροι τους Αγώνες του και τη θαυμαστή Έξοδο, που έλαμψε στο παγκόσμιο στερέωμα της εποχής αφυπνίζοντας τις συνειδήσεις των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης και της Αμερικής. Η συμβολή του Μεσολογγίου και των ανθρώπων του, είτε γεννηθήκανε, είτε ζήσανε εκεί, υπήρξε σημαντική για την ιστορία της νεώτερης ελληνικής λογοτεχνίας, που τη σημαδέψανε μεγάλοι ποιητές όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και πιο πριν ο Παν. Παλαμάς και ο Σπυρ. Τρικούπης.

Σ΄ αυτούς τους ανθρώπους που είχανε ως έμπνευση το Μεσολόγγι αναφερόμαστε στο σημείωμά μας:

ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ

«Ο Ποιητής ούτε από τους ουρανούς την κατεβάζει ούτε με τα συνηθισμένα εις την ποίησιν σύμβολα της θεότητος χαρακτηρίζει την Ελευθερία…Η Ελευθερία της Ελλάδος είχε συνενταφιασθεί με τους ήρωές της…Όθεν τους τάφους ανοίγει ο Ποιητής, από τα εκεί θαμμένα κόκκαλα την εβγάζει και όλην Ελληνικήν την παρουσιάζει…» κλπ. Οι λόγοι τούτοι γραφτήκανε από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στην «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος», όταν έκανε παρουσίαση και κριτική στον Ύμνο στην Ελευθερία του Διονύση Σολωμού, τότε που τυπώθηκε στο Μεσολόγγι, από τον Δημ. Μεσθενέα.[1] Ήταν ο Σπυρίδων Τρικούπης ο άνθρωπος που έπεισε το Σολωμό να μάθει ελληνικά, να γράψει στα ελληνικά, μιά και ο ιταλικός Παρνασσός είχε πολλούς άλλους να παρουσιάσει. Ο Σολωμός τον άκουσε και έκανε πρώτο δάσκαλό του το μεσολογγίτη λόγιο, που κάθισε μαζί τους μερικούς μήνες στη Ζάκυνθο και τον δίδαξε την ελληνική γλώσσα.. Στη συνάντηση Σολωμού-Τρικούπη φωτίζεται ο νους του δεύτερου και γίνεται προφητικός, καθώς οραματίζεται την Ελευθερία της Ελλάδος.

Ο Σπυρίδων Τρικούπης ήταν λόγιος, ποιητής συγγραφέας,[2] σημαντικός, αλλά και πολιτικός. Ξεκίνησε την σταδιοδρομία του ως υπάλληλος του Αγγλικού Προξενείου Πατρών, όπου είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με τον Κάνινγκ και τον Γκίλφορντ. Όταν άρχισε η Επανάσταση του 1821 πήρε ενεργό μέρος στην εκστρατεία της Ηπείρου, το 1822. Πεθαίνοντας ο πατέρας του Ιωάννης Τρικούπης, προεστός του Μεσολογγίου, ο Σπυρίδων εκλέγεται βουλευτής Μεσολογγίου. Ο Καποδίστριας τον διορίζει Γενικό Γραμματέα της Επικράτειας, δηλαδή Πρωθυπουργό (Αίγινα, 23 Ιανουαρίου 1828). Λίγο αργότερα διαφώνησε με τον Κυβερνήτη για την εσωτερική πολιτική. Ο Καποδίστριας ψήφισε νόμο να ψηφίσουνε ετερόχθονες (πρόσφυγες) για να κερδίσει τις εκλογές. Παραιτήθηκε «δια να μη θεωρείται συνένοχος πράξεων εκνόμων». Λόγω της ευρυμάθειάς του ο Καποδίστριας του ζήτησε να παραμείνει στην Κυβέρνηση ως Γραμματέας Εξωτερικών (Υπουργός Εξωτερικών), πράγμα που αποδέχεται. Διαφωνεί όμως πάλι και παραιτείται από το αξίωμά του, καθώς και από πληρεξούσιος του Μεσολογγίου. Η παραίτησή του έγινε όταν ο Καποδίστριας έβγαλε κυβερνητικούς υπαλλήλους να κάνουν προεκλογικό αγώνα για ψηφοθηρία και να εκβιάζουν τους ψηφοφόρους. Ο Σπυρίδων Τρικούπης διαμαρτυρήθηκε, μάταια όμως. Οι διαφωνίες του τον έφεραν σε αντίθεση με τον Καποδίστρια και κατηγορήθηκε ότι είναι εχθρός του, οπότε αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ύδρα, από την οποία γύρισε στη Ναύπλιο το 1838, όταν δολοφονήθηκε ο Κυβερνήτης. Στην Ύδρα είχανε μαζευτεί όλοι οι φιλελεύθεροι και οι δημογέροντες, οι οποίοι διαφωνούσανε με τον Καποδίστρια, Μιαούλης, Μαυροκορδάτος, Πολυζωίδης, Κουντουριώτηδες, Φαρμακίδης κ.ά.

· «Ο Σπυρίδων Τρικούπης από τη νεότητά του ίσαμε τα γεράματα υπήρξε πολιτικός, διπλωματικός, ιστορικός και σταδιοδρόμος πολυμέριμνος και απόμεινε σιγαλά μακρυά από το θόρυβο του κόσμου ΠΟΙΗΤΗΣ!».

Ο Σπυρίδων Τρικούπης ήταν, λοιπόν, ποιητής; Ναι, και ποιητής, μάλιστα ικανότατος. Από μαθητής στην Παλαμαϊκή Σχολή του Μεσολογγίου έδειξε το ταλέντο του, και πολλές φορές ανέβηκε στον άμβωνα του Αγίου Παντελεήμονα Μεσολογγίου, όπου μίλησε σε στιγμές οδύνης, πόνου και πίκρας. Στην Πάτρα όπου συνέχισε τις σπουδές του, μίλησε, επίσης, από τον περικαλλή ναό του Αγίου Αντρέα. Φοιτητής στο Παρίσι, είκοσι μόλις χρονών, φλέγεται από το ιερό πυρ της Ελευθερίας και γράφει για τη λευτεριά του Γένους στίχους:

«Ο καιρός, αδελφοί, της Ελευθερίας φτάνει

και το Γένος ημών τας δυνάμεις του λαμβάνει,

Γενναίοι Ρουμελιώται, Μοραϊται και Νησιώται,

Το αίμα των τυράννων χύσετε ποταμηδόν!».

Το 1821, όταν κηρύσσεται η Επανάσταση, ο εικοσάχρονος Τρικούπης εγκαταλείπει τις σπουδές του στο Παρίσι και έρχεται στο Μεσολόγγι, όπου στο πλευρό του πατέρα του, προεστού Ιωάννη Τρικούπη, εργάζεται υπέρ του Αγώνα.

Είναι ποιητής, γράφει σε κάθε περίσταση, είναι ρήτορας, μιλά σε κηδείες (μίλησε στις κηδείες του Βύρωνα, του Καραϊσκάκη, του ΄Αστιγξ κ.ά.) και σε άλλα εθνικά γεγονότα, είναι ιστορικός, γράφει το μνημειώδες τετράτομο βιβλίο «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», που σύνταξε στο Λονδίνο το 1857, όταν ήταν πρέσβης. Διακατέχεται από μεσολογγιτισμό, που αναδεικνύεται στην ποίησή του, όπως διακρίνεται στο ποίημα «Λίμνη»:

«Εις την Λίμνη κυματούσα μιαν ανέφελη νυχτιά

η πολύπαθη καρδιά μου εποθούσε μοναξιά…».

Το ποίημα αυτό μελοποιήθηκε από τον Φραγκίσκο-Λαμπρινό Δομενεγίνη[3] και το τραγουδούσαν στα χρόνια του Όθωνα.

Είναι γνώστης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και με την γνώση του αυτή αναδεικνύεται εκκλησιαστικός υμνογράφος. Στις 27 Δεκεμβρίου 1800 έγινε ένα θαύμα στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Ο Σπυρίδων Τρικούπης συνέθεσε την ακολουθία, που εκδόθηκε το 1907,[4]

Η ιστορία του είναι μία ψύχραιμη ιστόρηση των επαναστατικών γεγονότων, που το επισημαίνει σε κριτικό του σημείωμα ο Εμμανουήλ Κόκκινος: [5]

«Ο Τρικούπης συνεκέρασε επιτυχώς εις την ιστορίαν του την κριτικήν δύναμιν του Πολυβίου

με την θαυμασίαν χάριν του Ηροδότου».

Πέθανε σε ηλικία 85 χρονών,[6] στις 12 Φεβρουαρίου 1873. Ο γιος του Χαρίλαος έφτασε στο Μεσολόγγι μία μέρα πριν από το θάνατό του και πρόλαβε να του κλείσει τα μάτια. Στον Σπυρίδωνα Τρικούπη αποδοθήκανε τιμές αντιστράτηγου και μιλήσανε ο Θρασύβουλος Ζαΐμης, στην εκκλησία, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και ο Θεόδωρος Δεληγιάννης, στο κοιμητήριο.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Ο Παναγιώτης Παλαμάς, γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1722 και πέθανε το 1802. Ήταν Διδάσκαλος του Γένους. Μετά τα πρώτα μαθήματα στα σχολεία του Μεσολογγίου πήγε στα Γιάννενα όπου μαθήτευσε κοντά στον Ευγένιο Βούλγαρη. Κατόπιν συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και μετά διορίστηκε καθηγητής των ελληνικών στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους. Δίδαξε και σ΄ άλλα σχολεία, μεταξύ των οποίων στο δημόσιο σχολείο της Ζακύνθου. Το 1706 γύρισε στο Μεσολόγγι και ασχολήθηκε με τη διδασκαλία. Δίδαξε επί σαράντα χρόνια και διέκοψε το 1800 λόγω γήρατος. Η σχολή του έλαμψε στο σκλαβωμένο Γένος, από την οποία αποφοιτήσανε πολλοί διάσημοι άντρες, που διαδραματίσανε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ελλάδος. Ήταν συγγραφέας πολλών συγγραμμάτων εθνικού και παιδαγωγικού περιεχομένου, τα οποία χαθήκανε στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Με την εποπτεία του Παναγιώτη Παλαμά εκδόθηκε στη Βενετία η "Γραμματική" του Άνθιμου Γαζή. Ήταν πρωτεργάτης στα Ορλωφικά. Γενάρχης των Παλαμάδων, που ήταν όλοι δάσκαλοι και σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑΣ

Αγωνιστής του 1821, έλαβε μέρος στην Έξοδο του Μεσολογγίου. Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας καταγότανε από το Συρράκο της Ηπείρου, όπου γεννήθηκε το 1805. Μαζί με την οικογένειά του, σε ηλικία εννιά χρονών, πήγε στο Λιβόρνο της Ιταλίας, διωκόμενος -ο πατέρας του- από τον Αλή Πασά. Σπούδασε ιατρική, την οποία δεν ολοκλήρωσε, γιατί στο μεταξύ ασχολιότανε με την ζωγραφική και την ποίηση. Μόλις κηρύχτηκε η Επανάσταση ο πατέρας του, Χριστόδουλος, πήρε την οικογένειά του και έφτασε στον Πύργο της Ηλείας. Αλλά τα δύο αδέλφια, ο Νικόλαος και ο Γεώργιος, πήρανε τα όπλα τους και σπεύσανε στο Μεσολόγγι, όπου πολεμήσανε γενναιότατα. Όταν έγινε η επίθεση του Ιμπραήμ λάβανε μέρος στην Έξοδο, ο Νικόλαος Ζαλοκώστας ως οπλαρχηγός και ο Γεώργιος κάτω από τις διαταγές του οπλαρχηγού Αναγνώστη Παπασταθόπουλου. Νυμφεύθηκε την συμπατριώτισσά του Αικατερίνη Ν. Παπανικόλα, με την οποία απόκτησε εννιά παιδιά, αλλά πεθάνανε τα επτά! Αυτό το γεγονός επέδρασε στην ποίησή του, γράφοντας «ο Βορειάς που τ΄αρνάκια παγώνει», «Η χαροκαμένη», «Εις το φεγγάρι», «εις την αποδημούσαν ψυχήν του», «η μητρική στοργή» .ά. που είναι ελεγεία βαθύτατου πατρικού πόνου. Τα ποιήματά του είναι όλα αφιερωμένα στον Ιερό Αγώνα («Κλείσοβα», «το «Χάνι της Γραβιάς», «Το στόμιον της Πρεβέζης»). Όλα τα ποιήματα είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα εκτός από το ποίημα «Ο Φώτος και η Φρόσω», καθώς και ένα που είναι αφιερωμένο στην Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και στο θάνατο το τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Έγραψε και ερωτικά ποιήματα, μεταξύ των οποίων το πασίγνωστο «Μια βοσκοπούλα αγάπησα μια ζηλεμένη κόρη».

Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας έγινε γνωστός ως ποιητής το 1851, όταν βραβεύτηκε στον Ράλλειο Ποιητικό Διαγωνισμό με το ηρωικό ποίημα «Μεσολόγγιον». Υπόγραφε με το ψευδώνυμο Δήμος, οπότε στη βράβευση αποκαλύφτηκε η ταυτότητά του. Στο ποίημα έδινε την εικόνα του ως πολεμιστού στις ντάπιες του Μεσολογγίου.

Μια βοσκοπούλα αγάπησα μια ζηλεμένη κόρη

μα την αγάπησα πολύ, ήμουν αλάλητο πουλί

δέκα χρονών αγόρι.

Μιά μέρα που καθόμαστε στα χόρτα τ΄ ανθισμένα

Μαριώ μ΄, της λέω σ΄ αγαπώ, μα ντρέπομαι να σου το πω

τρελαίνομαι για σένα.

Από τη μέση μ΄ άρπαξε με φίλησε στο στόμα

και μούπε μ΄ αναστεναγμούς, για της αγάπης τους καημούς

είσαι μικρός ακόμα.

Μεγάλωσα και τη ζητώ μ΄ άλλον ζητάει η καρδιά της

μα εγώ ποτέ δε λησμονώ το γλυκοφίλημά της.

ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΠΑΙΔΑΚΟΣ

Δεν γνωρίζουμε πολλά στοιχεία από την ζωή και την καταγωγή του Σπυρίδωνα Παιδάκου, αλλά ξέρουμε ότι έζησε πολλά χρόνια στο Μεσολόγγι, στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Παρακινούμενος από τους φίλους του στο Μεσολόγγι, δημοσίευσε τυπώνοντας στο τυπογραφείο του Δημητρίου Μεσθενέως, τον τυπογράφο των «Ελληνικών Χρονικών» του Ιάκωβου Μάγερ, ένα ιστορικό ποιητικό ντοκουμέντο με τίτλο «Ιστορία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος. Ποίημα απλούν». Το ποίημα τυπώθηκε το 1824 σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους, και περιγράφει την εποχή της πρώτης πολιορκίας του 1822 από τον Ομέρ Βρυώνη. Περιγράφει όσα συμβήκανε στην πολιορκία του Αιτωλικού από τον Πασά της Σκόντρας και τον Ομέρ Πασά στα 1823.[7]

Η εκστρατεία του Ομέρ Πασά εναντίον της Δυτικής Ελλάδος,

ο αποκλεισμός του Μεσολογγίου…(Στίχοι 1-400).

(Απόσπασμα)

«Κονδύλι απεφάσισα, στην δεξιάν να πιάσω,

τον πόλεμον Μεσολογγιού, δια να περιγράψω.

Όταν κινήθη ο Μερ΄ Πασάς, Ρουσίτ Πασάς μαζί του

Με αρβανίτες διαλεκτούς, όλους στη θέλησή του.

…………………………………………………………….

»Ένας λοιπόν χριστιανός, πάντοτε κατοικούσε,

μαζί με τον Ομέρ Πασά, πουληά που κυνηγούσε.

Του Μερ Πασά τους λογισμούς, τα μυστικά γνωρίζει

Έτρεξεν ς΄ τ΄ Ανατωλικόν, κι εκεί έξω καθίζει.

Και κατά τύχ΄ εδιάβαινεν, εκείθ΄ ένα πλοιάρι,

Έχον δύο τρεις Έλληνας, πήγαινε σ΄ το Γιβάρι

Αυτός λοιπόν ο Έλληνας, φωνάζει το πλοιάρι,

Για να γυρίσει προς αυτόν, να έλθη να τον πάρη

Αυτοί τον εθεώρησαν, και βλέπουν ότι ένας

Άνθρωπος μόνος ήτο δε, και όχι άλλος κανένας

Γυρίσαν το πλοιάριον, εις την ξηράν κι ευγαίνουν

Αφού ευγήκαν άρχισαν με σιωπήν να κραίνουν.

Τους είπε να πηγαίνετε, ευθύς τούτην την ώραν,

Να πείτε εις τον Πρίγκιπα, να εύγουν απ΄ την χώραν.

Να κάμουν φύλαξιν καλήν, κι αυτός να αγρυπνήση

Απόψε όλη η Τουρκιά, ς΄ την χώραν θα ορμήση.

Απόψε θα ορμήσωσι, πριν όμως ξημερώσει

Ελπίζω ο Τίμιος Σταυρός, την Πόλιν σας να σώση.

Απόψε θα ορμήσωσι, ς΄ του Μύτικα τα μέρη,

Όλοι κεί να τρέξετε, και νέοι τε και γέροι.

Παραμον΄ ήταν του Χριστού, ημέρα κείν΄ η ίδια,

Οι Τούρκοι εφοβέρισαν, ς΄ τα χέρια τα σπαθία».

………………………………………………………..

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΣΠΟΝΤΗ΄Σ

Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι, ο Τριαντάφυλλος Σποντής και ήτανε γιος του προεστού του προεπαναστατικού Μεσολογγίου, Νικολάου Σποντή. Σπούδασε στην Παλαμαία Ακαδημία, με σχολάρχη τον Γρηγόριο Π. Παλαμά. Στη συνέχεια σπούδασε στο Παρίσι φιλοσοφία. Στο Παρίσι ενστερνίστηκε τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και είχε επαφές με τον οπλαρχηγό του Ζυγού, το Δημήτρη Μακρή. Ως ελεγειακός ποιητής αποθανάτισε τους ηρωισμούς των κλεφτών, σατιρίζοντας ταυτόχρονα πρόσωπα και γεγονότα. Πολλά επιγράμματα του Τριαντάφυλλου Σποντή έχουνε δημοσιευτεί στο πειραϊκό περιοδικό «Απόλλων» (1844). Η κόρη του Αγγελική ήτανε θεία του Κωστή Παλαμά. Εκλέχτηκε πληρεξούσιος του Μεσολογγίου στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου. Πέθανε το 1822, στην Κόρινθο.

Μερικά Επιγράμματα

Νότη και Μάρκο Μπότσαρη και Νάση Φωτομάρα,

Σεις των εχθρών εκάματε λαχτάρα και τρομάρα.

Άνδρα και συ περήφανε Νικόλαε Τζαβέλλα

Πολλούς εχθρούς εγκρέμισες στην γην από την σέλλα.

***

Ανδρέα Ίσκου, άξιε δίνη του διαβήτου

Τα ίχνη εξακολουθείς πατρός του μακαρίτου.

***

Εξακουστέ Δημήτριε Μακρή, Ζυγού πετρίτη,

Εις πάσαν μάχην ο εχθρός σε τρέμει και σε φρίττει.

Μεσολογγιού προπυύργιον των προμαχών στύλος

Είσαι ο πρώτος Αιτωλών και του πολέμου φίλος.

***

Κώστα Σιαδήμα τρομερέ, χωρίς δεσμά λιοντάρι

Εις κάθε μάχην εχθρικήν με άδειο το φικάρι..

ΕΝΑΣ ΔΙΑΣΗΜΟΣ ΜΑΘΗΤΗΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Ο Δημήτρης Γαλανός ο Αθηναίος, σπούδασε στην Παλαμαϊκή Σχολή Μεσολογγίου και στην Πάτμο και, πιθανόν, στην Κωνσταντινούπολη,[8] γύρω στα 1774. Μετά από τις σπουδές του πήγε στην Ινδία, όπου διέπρεψε και αποκλήθηκε ο «νεώτερος Πλάτων». Ήτανε προπάππος του Δημήτρη Σπυρίδωνος Γαλανού, καθηγητού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο φίλος καθηγητής δεν γνώριζε την ιστορία των παιδιών του αγωνιστή Κώστα Γαλανού. Δεν ήξερε αν υπήρχε συγγένεια, παρόλο που είχε ασχοληθεί με την ιστορία του ινδολόγου Δημήτρη Γαλανού. Έτσι δεν έχουμε περισσότερα στοιχεία.

Σε ειδική πανηγυρική τελετή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έγινε η παρουσίαση του Λεξικού Σανσκριτικής-Αγγλικής-Ελληνικής του Δημητρίου Γαλανού του Αθηναίου, του επονομαζόμενου «Πλάτωνα της Ινδίας»!

Ο συγγραφέας του λεξικού, που η έκδοσή του έγινε με χορηγία του ιδρύματος Α.Γ. Λεβέντη, του ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάση, της κυρίας Αναστασίας Πίντου, των ιδρυμάτων Ελληνικού Πολιτισμού και Μείζονος Ελληνισμού, του κ. Θ. Παπαλεξόπουλου και της Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος, παρουσιάστηκε πανηγυρικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με ομιλητή τον πρύτανή του κ. Γ. Μπαμπινιώτη.

Γιατί αναφέρουμε το γεγονός, τι σχέση έχουμε εμείς οι μεσολογγίτες με το θέμα; Πολύ απλά, όπως έγραψε η κα Χαρά Κιοσσέ[9] στην παρουσίαση του βιβλίου,[10]:

«Ο Δημήτριος Γαλανός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1760 σε μα οικογένεια εύπορη και με πνευματική παράδοση, η οποία είχε δώσει στην Ορθοδοξία πολλούς κληρικούς. Ήταν ένας προικισμένος νέος και όταν έγινε 14 ετών τον έστειλαν να σπουδάσει στο ονομαστό σχολείο του Μεσολογγίου. Στα τέλη του 18ου αιώνα το Μεσολόγγι ήταν ένα ακμαίο εμπορικό κέντρο που διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς με την ελληνική κοινότητα της Βενετίας. Στο Μεσολόγγι έφτασε ο Γαλανός το 1874. Εκείνη την χρονιά ξανάνοιξε το δημοτικό σχολείο της πόλης που είχε κλείσει για τρία χρόνια μετά τα Ορλωφικά».

Ο Γαλανός διέπρεψε στις Ινδίες του 18ου αιώνα (1833), όπου έζησε για σαράντα χρόνια στο Μπεναρές. Εκεί ασχολήθηκε με την έρευνα, με τη φιλοσοφία, με τη φιλοκαλία, με το ελληνικό πνεύμα, γι΄ αυτό και από τους Ινδούς ονομάσθηκε «Πλάτων των Ινδιών».

Η κα Χαρά Κιοσσέ στην κριτική παρουσίαση του λεξικού, που αναφέρεται στις σπουδές του Γαλανού (πρόγονου του σημερινού καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών και συνονόματού του κ. Δημητρίου Σπ. Γαλανού) στο Μεσολόγγι παραλείπει, ότι το ονομαστό αυτό σχολείο που φοίτησε ήταν η Παλαμαία Σχολή, που ίδρυσε ο προπάππος του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά. Ο γενάρχης των Παλαμάδων και ιδρυτής της Σχολής είχε κι εκείνος λάβει μέρος στα Ορλωφικά.

Έτσι, βλέπουμε, ότι ακόμη ένας διάσημος Έλληνας διανοούμενος, όπως ο Δημήτρης Γαλανός, σπούδασε στην περίφημη Παλαμαϊκή Σχολή. Το επισημαίνουμε τιμώντας για μια ακόμη φορά την ιστορία μας, τους Παλαμάδες και τον Δημήτρη Γαλανό, που στις Ινδίες αναδείχθηκε ως μεγάλη πνευματική προσωπικότητα.

«Όλοι οι Έλληνες εκπρόσωποι του διαφωτισμού ζουν και δρουν μέσα στην Ελλάδα και στη διασπορά, στη Δ. και Α. Ευρώπη. Ο Γαλανός αντιπροσωπεύει τη μεγάλη εξαίρεση, εφόσον ζει και δρα επιστημονικά στο μακρινό Μπεναρές», σημειώνει ο καθηγητής Κ. Μητσάκης.

Άλλη μια προσωπικότητα, λοιπόν, ο Δημ. Γαλανός ο ινδολόγος, σπούδασε και φοίτησε στην ονομαστή Παλαμαϊκή Σχολή, όπου έμαθε ελληνικά και φαίνεται ότι ήτανε βαθύς γνώστης των αρχαίων ελληνικών.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

Νομικός και συγγραφέας (185801940), Έγραψε την ιστορία του Μεσολογγίου. Κατάγεται από οικογένεια αγωνιστών του Μεσολογγίου. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι και έγραψε γι΄ αυτό σε δύο μεγάλα έργα του: «Μεσολόγγι» (1925, δύο τόμοι) και «Μεσολογγίτες» (1926). Διατηρούσε στενούς δεσμούς με το Μεσολόγγι και κρατούσε την ψήφο εκεί. Είναι χαρακτηριστικό ένα γεγονός που διηγούνται. Το 1895 έφευγε για το Μεσολόγγι, για να ψηφίσει, μαζί με τον αδερφό του. Στον σταθμό συναντήθηκε με το Χαρίλαο Τρικούπη. Ο Μεγάλος μεσολογγίτης πολιτικός είπε στους αδερφούς Στασινόπουλους ότι η εκλογή του ήταν βεβαία, οπότε δεν ήταν ανάγκη να ταλαιπωρηθούν για να μεταβούν στο Μεσολόγγι, να τον ψηφίσουν…Οι εκλογές εκείνες κριθήκανε για δύο ψήφους από τον Γουλιμή και ο Τρικούπης έχασε ήδη δύο, από δική του υπόδειξη. Ο παππούς του, ο Κωνσταντίνος Στασινόπουλος, πολέμησε στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου και σκοτώθηκε στην Έξοδο, ενώ η γυναίκα του Ελένη αιχμαλωτίσθηκε και οδηγήθηκε στο χαρέμι του Πασά των Ιωαννίνων. Εκεί έκοψε με τα δόντια της την γλώσσα της για να μην είναι αρεστή στον Τούρκο και να τη διώξει από το χαρέμι. Τα δύο παιδιά του Αναστάσιος και Δημήτριος πιαστήκανε αιχμάλωτοι και λευτερωθήκανε αργότερα.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Οι Μεσολογγίτες θεωρούν δικό τους τον Διονύσιο Σολωμό, γιατί τους αφιέρωσε μεγάλο μέρος του ποιητικού και εθνικού του έργου. Συγκινήθηκε από τους Αγώνες του Μεσολογγίου, και την Έξοδο. Στο κορύφωμα της ποιητικής του προσπάθειας, επισημαίνει ο Χρήστος Κουλούρης,[11] διαγράφεται έντονα, γεμάτο φλόγα και πατριωτική έξαρση η ηρωική εξέγερση του ΄21. «Ο ποιητής βρέθηκε απέναντι του ολοκαυτώματος του Μεσολογγιού, με τον κάλαμο σε θέση γυμνού σπαθιού. Ο «Ύμνος εις την Ελευθερία», τυπώνεται για δεύτερη φορά στο πολιορκημένο κάστρο της λιμνοθάλασσας. Ο θάνατος του Μπάυρον, του Μπότσαρη, η δραματική καταστροφή των Ψαρών, η φοβερή νύχτα της Τριπολιτσάς, κεντρίζουν την έμπνευσή του και μας χαρίζει υπέροχες στροφές στον «Ύμνο» και στις άλλες «Ωδές» του».

Γεννημένος στην Ζάκυνθο,[12] παρακολουθούσε τα γεγονότα της Επανάστασης κι έγραφε για τους αγώνες των Ελλήνων, με λυρισμό, με πλαστικότητα και αρμονία φραστική, που τον αναδεικνύει για μεγάλο ποιητικό ανάστημα.

Έζησε και σπούδασε στη Βενετία και στην Παβία, όπου σπούδασε στη Νομική Σχολή. Εκεί ο Σολωμός, εκτός από τη μόρφωσή του, βρήκε την ευκαιρία να συνδεθεί με πολλούς πνευματικούς ανθρώπους και λόγιους. Μεταξύ τους ο ποιητής Μόντι, που πρώτος αντελήφθη το λογοτεχνικό ταλέντο του. Ο Σολωμός έγραψε τα πρώτα του ποιήματα στα λατινικά και στα ιταλικά, έχοντας για οδηγούς του τους Μόντι, Μαντζόνι και Φώσκολο. Στην Ζάκυνθο γύρισε το 1818, σε ηλικία 18 χρονών, όπου συνδέθηκε με τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής: Τον Τερτσέτη, το Μάτεση, τον Ταγιαπέρα, τον Κομιώτη κ.ά. Μαζί τους ίδρυσε τη Φιλολογική Λέσχη, για την προώθηση της ποίησης και της λογοτεχνίας γενικά. Ο Μάτεσης και Ταγιαπέρας τον βοηθήσανε να γνωρίσει τη δημοτική και την ελληνική ποίηση, κυρίως το Βηλαρά, αλλά ο Σπυρίδων Τρικούπης το 1822 σε μία επίσκεψή του στην Ζάκυνθο, τον μύησε στη δημοτική γλώσσα και έμεινε κοντά του μερικούς μήνες για να τον διδάξει. Το πάθος του για την ελευθερία της πατρίδας τον οδηγεί να γράψει μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του, καθώς και το Μεσολόγγι, που οι αγώνες του υπήρξανε οι σπίθες της πηγαίας έμπνευσής του.

Το 1824 στο «Διάλογό του» γράφει για την ελευθερία και τη γλώσσα:

«Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;

»Η ελευθερία άρχισε να πατή τα κεφάλια τα τούρκικα, η γλώσσα θέλει πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιωτίστικα, και μετά αγκαλιασμένες και οι δύο θέλει προχωρήσουν εις τον δρόμο της δόξας».

Ο Σολωμός, παρατηρεί ο βιογράφος του Ιάκωβος Πολυλάς, είναι ξένος προς την σχολαστική παράδοση της γραπτής γλώσσας. «Η αγνή ποιητική του διάθεσι, αφίλιωτη πάντα με τη σχολαστικότητα, έπρεπε να ασπασθή την άλλη πάγκοινη παράδοσι της ομιλούμενης, εις την οποίαν έρρεεν ακόμη μία καθαρή φλέβα ελληνισμού. Η ποίησι,, η οποία δεν ημπορεί να αναπνέη παρά εις ταις αγκάλαις της φύσις, δεν στέργει άλλο όργανον ειμή τη ζωντανή φωνή με τους τύπους της, η οποία άλλο δεν είναι ειμή η λαχταριστή καρδιά όλης της κοινωνία».[13]

Από τα σπουδαιότερα έργα του θεωρείται το ποίημα «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», που αναφέρεται στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου και την ηρωική Έξοδο των Αγωνιστών. Το ποίημα είναι μισοτελειωμένο, όπως και πολλά άλλα ποιήματά του. Να ένα μικρό απόσπασμα από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»:

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει

Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε, στα μάτια η πείνα μένει,

Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:

Έρμο τουφέκι, σκοτεινό, τι σ΄ έχω εγώ στο χέρι;

Οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει.

Ο Απρίλης με τον έρωτα χορεύουν και γελούνε

Κι όσ΄ άνθια βγαίνουν και καρποί τ΄ άρματα σε κλειούνε.

Του "Ελεύθερους Πολιορκημένους" ο Διονύσιος Σολωμός τους δούλεψε για πολλά χρόνια, χωρίς να μπορέσει να τους δώσει την τελική μορφή τους, ως το τέλος της ζωής του. Το μοίρασμα σε τρία διαφορετικά «σχεδιάσματα» και σε πιο μικρά "αποσπάσματα", είναι έργο του Ιάκωβου Πολυλά, ο οποίος επεξεργάστηκε τα χειρόγραφα του ποιητή. [14]

Ο Διονύσιος Σολωμός άγγιξε με την ψυχή του την Ελληνική Επανάσταση, αλλά πιότερο έζησε το Μεσολόγγι, που από την Ζάκυνθο άκουγε τις τουρκικές μπομπάρδες να το χτυπούν.

Ο αιτωλικιώτης λογοτέχνης Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος[15] σημειώνει σχετικά:

Πορεία προς τους Ελεύθερους Πολιορκημένους

»…Τα δεινά των Ελλήνων γεμίζουν στεναγμούς την καρδιά του. Ανεβαίνει τους λόφους της Ζακύνθου και βυθίζει τη ματιά του στο πέλαγος. Ακούει το βάθος του μεγάλου νερού, τον πάταγο του κανονιού. Και συνεπαρμένος από θλίψη κ΄ ελπίδα, ψιθυρίζει: «Βάστα καημένο Μεσολόγγι».

Το Μεσολόγγι είναι πολύ σιμά του. Είναι περίπου ο τόπος του. (Είναι και ο καημός του Δροσίνη πού ΄ναι η γενέθλια γη του, η ψυχή του θ΄ αγάλλεται τώρα). Κατατρεγμένες γυναίκες, παιδιά απροστάτευτα έρχονται από το Μεσολόγγι στη Ζάκυνθο και ζητιανεύουν. Στα πρόσωπά τους είναι αποτυπωμένη η κακοπάθεια. Αυτοί οι άνθρωποι είναι γεμάτοι αγωνία για την πατρίδα, για την Ελλάδα όλη, για το παρελθόν και το μέλλον, αυτοί οι άνθρωποι πεινούν και διψούν για την ελευθερία. Έτσι, μολονότι δεν χάνει μήτε μια στιγμή από τα μάτια του, τον πολυπρόσωπο και πολυτάραχο πίνακα που είναι η Επανάσταση, το Μ ε σο λ ό γ γ ι, με την αμεσότητά του, ορθώνεται καταμεσίς στο πνεύμα του και στην καρδιά του. Αισθάνεται πως είναι ο ποθητής του. Πως το Μ ε σ ο λ ό γ γ ι γίνεται για την ποίηση, για την ποίησή του, πως είναι το ίδιο θαμαστότερη ποίηση της ενέργειας, που θα μπορούσε να ονειρευτεί.

Το Μ ε σ ο λ ό γ γ ι είναι μια μικρογραφία του αγωνιζόμενου Έθνους: είναι η άκρα οδύνη, η γύμνια, η φτώχεια, ο μόχθος, η αγρύπνια, είναι η υπέρτατη θυσία, ο χωρίς όρια απελπισμός, η μεγάλη απόφαση. Το Μ ε σ ο λ ό γ γ ι είναι οι Θερμοπύλες. Είναι ο Σαμουήλ ο καλόγερος. Είναι ο πόνος ο αέναος τούτης της γης, ο πόνος των αιώνων, ο άνθρωπος ο άξιος της ανθρωπιάς του, που αποφασίζει, αφού άλλο τίποτε δεν μπορεί, να πεθάνει. Το Μ ε σο λ ό γ γ ι δεν είναι μια ήττα. Είναι μια νίκη, η μεγαλύτερη νίκη του Εικοσιένα. Ο Σολωμός αισθάνεται τί κορυφαία στιγμή είναι το Μ ε σο λ ό γ γ ι: «Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι».

»…Ο «Ύμνος εις την Ελευθερία» από την ογδοηκοστή όγδοη ίσαμε την εκατοστή δεύτερη στροφή είναι αφιερωμένος στο Μ ε σ ο λ ό γ γ ι, στα 1825. Το θέμα της πρώτης πολιορκίας και της καταστροφής στον Ασπροπόταμο, ξανάρχεται στην ωδή την αφιερωμένη στο θάνατο του Μ π ά υ ρ ο ν. Και στη «Γυναίκα της Ζάκυνθος», στο τρίτο κεφάλαιο, ο λόγος του είναι –και τι θαυμαστός λόγος!- για τις γυναίκες του Μ ε σ ο λ ο γ γ ι ο ύ που διακονεύουνε: «Και συνέβηκε αυτές τις ημέρες όπου οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μ ε σ ο λ ό γ γ ι και συχνά ολημερίς και κάποτε οληνυχτίς έτρεμε η Ζάκυνθος από το κανόνισμα το πολύ. Και κάποιες γυναίκες Μ ε σ ο λ ο γ γ ί τ ι σ ε ς επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας τους άντρες τους, για τα παιδιά τους, για τ΄ αδέλφια τους που επολεμούσανε. Στην αρχή εντρεπότανε να βγούνε και επροσπερνάνε το σκοτάδι για ν΄ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήταν μαθημένες…». «Οι Μεσολογγίτισες» ξανάρχονται στο πέμπτο κεφάλαιο του ίδιου έργου. Και σ΄ όλο το έργο πάνε κ΄ έρχονται: είναι οι πονεμένες κ΄ ιδανικές παρουσίες, που αντιπαραθέτει ολοένα ο ποιητής στην κακότροπη «Γυναίκα της Ζάκυνθος», πολέμια του Αγώνα και του Μ ε σ ο λ ο γ γ ι ο ύ.

»…Ο Σολωμός είδε τους «ελεύθερους πολιορκημένους» σαν ηθικές προσωπικότητες. Είδε την τελείωση, που είναι η θυσία, όταν ο άνθρωπος την αποδέχεται, εφαρμόζοντας την «κατηγορική προσταγή», παίρνοντας επάνω του την ευθύνη της ύστατης και της μέγιστης ενέργειας.

»…Πίσω από όλο του έργο του Σολωμού βρίσκεται το Μ ε σ ο λ ό γ γ ι. Σ΄ αυτό, το πάθος του και στη δόξα του, συνοψίζει την ελληνική του συνείδηση, την Επανάσταση, την ηθική του δεοντολογία, την ειδωλολατρική του φυσιολατρεία, τη χριστιανική του κατάνυξη, τα πάντα. Το Μ ε σ ο λ ό γ γ ι, είναι όλος ο Σολωμός. Ο «Άνθρωπος», ο «Έλληνας», ο «Ποιητής».

Τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» τον έγραψε το Μάιο του 1823, μέσα σ΄ ένα μήνα! Μελοποιήθηκε από το συνθέτη Νικόλαο Μάντσαρο (Μάντζαρο) στην Κέρκυρα, όπου ήτανε μουσικοδιδάσκαλος. Έγινε ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδος.[16]

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Ο Κωστής Παλαμάς με τον Γεώργιο Δροσίνη, τον Νίκο Γ. Καμπά,[17] τον Δημ. Βικέλα και άλλους ανανεώσανε τη λογοτεχνική ζωή της Ελλάδος, δημιουργώντας την αθηναϊκή σχολή.[18] Οι Παλαμάδες δώσανε πολλούς φωτιστές του γένους και Αγωνιστές της Ελευθερίας. Έλαβαν μέρος σε όλες τις πολεμικές εξορμήσεις του Μεσολογγίου από τα ορλωφικά ως την Έξοδο του Μεσολογγίου, όπου πέσανε πολλοί Παλαμάδες. Παλαμάδες υπήρξαν δάσκαλοι σε πατριαρχικές σχολές στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους. Δώσανε στα γράμματα και στην παιδεία εξαιρετικά δείγματα φιλολογίας και λογοτεχνίας, τα οποία έχουν επισημανθεί από τους κριτικούς και τους ιστορικούς. Δυστυχώς έχουν χαθεί πολλά κείμενα των Παλαμάδων, όταν κάηκε η βιβλιοθήκη της Παλαμαϊκής Σχολής στο Μεσολόγγι. Πρόγονος των Παλαμάδων είναι και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που έδρασε στη Θεσσαλονίκη και αναδείχτηκε σε κόσμημα της θεολογίας και της Εκκλησίας.

Ελάχιστοι έχουν αποπειραθεί να κάνουν δυσμενή κριτική για τον Παλαμά. Άλλοι για λόγους πολιτικούς, άλλοι από κακεντρέχεια, άλλοι γιατί δεν κατανοήσανε τη φιλοσοφική θέση του. Ο Γιάννης Ψυχάρης,[19] ο οποίος τον θαύμαζε για την γλώσσα του και την ποίησή του τον είχε αποκαλέσει ανέραστο! Την απάντηση στον Ψυχάρη έδωσε ο Γρηγόρης Ξενόπουλος σ΄ ένα άρθρο με τίτλο «Οι έρωτες του Κωστή Παλαμά».[20] Γράφει στο άρθρο αυτό ο Ξενόπουλος:

«Ένα από τα επιχειρήματα που έφερνε ο Ψυχάρης, για ν΄ αποδείξει την ποιητική μηδαμινότητα του Παλαμά, ήταν και το πώς δεν είχε στη ζωή του ερωτικές περιπέτειες. Πώς μπορούσε νάναι ποιητής, και μάλιστα μεγάλος, άνθρωπος που δεν εγνώρισε ποτέ άλλη γυναίκα από τη γυναίκα του…Αυτό, κι αληθινό να ήταν, δε θάχε καμιά αξία σαν επιχείρημα, αλλά δεν είναι ούτε αληθινό. Ο Παλαμάς μπορεί να μην αγάπησε ποτέ καμιά δυνατότερα και βαθύτερα από τη Μαρία Βάλβη,[21] με πολλές όμως είχε ερωτικές σχέσεις, και στα νιάτα του, και στα μεσοκοπίσματα, και στα γεράματα ακόμα, και μπορώ να πως χωρίς υπερβολή , πως βρισκότανε διαρκώς ερωτευμένος.

Όλες σχεδόν οι νέες κι ωραίες του θαυμάστριες, που μερικές ήταν ποιήτριες κι οι ίδιες –μόνο τα ονόματα είναι περιττά- ο ποιητής τις ερωτεύθηκε κατά καιρούς και τον ερωτεύθηκαν και τον ερωτεύθηκαν κι εκείνες, ή τουλάχιστον ανταποκρίθηκαν στο αίσθημά του. Άλλαζαν ερωτικά γράμματα, ερωτικά ποιήματα κι ερωτικά φιλιά. Η κυρία Παλαμά τα μάθαινε, τ΄ ανακάλυπτε στο τέλος –κάποτε και στην αρχή- και συχνά έκανε στον άντρα της σκηνές από ζήλια. Ο ποιητής, που στην αρχή προσπαθούσε ν΄ αρνηθεί ή ν΄ αποσκεπάσει, ύστερα ομολογούσε, και, συντριμμένος, υποσχόταν να μην το ξανακάνει, αλλά το ξανάκανε, πότε με την ίδια, πότε με άλλη, καινούργια. Τέτοιες σκηνές ανάμεσα στο αντρόγυνο γίνονταν συχνότερες και σοβαρότερες στα μεσοκοπίσματά του: ο άντρας είχε πια πολλές άσπρες τρίχες, κι ακόμα περισσότερες η γυναίκα, αν και διατηρούσε πάντα την ομορφιά της. Και σε μιαν από τις μεγάλες αυτές σκηνές ή ιστορίες, έτυχε να παρασταθώ κι εγώ…

Ένα βράδυ, είδα τον ποιητή πολύ θυμωμένο. Είχα πάει κάπως αργότερα, και βρήκα το αντρόγυνο ν΄ αποτελειώνει το δείπνο του στο χωλ μονάχο. Μου φάνηκαν κι οι δυο σα μουτρωμένοι, σα να είχαν κάνει προ ολίγου καυγά. Θυμήθηκα τότε πως ένας φίλος μας, την ίδια μέρα, μου είχε πει πως η κυρία Παλαμά ανακάλυψε καινούργια απιστία του αντρός της και του έκανε σκηνές, μην τα ρωτάς! Δεν εφαντάστηκα πως ήταν κάτι σοβαρό, πιο σοβαρό τουλάχιστο από τα συνηθισμένα κι έτσι στ΄ αστεία, για να γελάσουμε, τους είπα:

- Ε, τι πάθατε σεις; Δεν ντρεπόσαστε νάχετε ζήλειες στα γεράματα σα νιόπαντροι; Ο κόσμος εβούιξε. Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ αυτό ακούω.

Αλλά πού να γελάσουν! Ο ποιητής κατσούφιασε φοβερά. Κι αμέσως η γυναίκα του τον άρχισε:

- Ακούς Κωστή; Τ΄ ακούς; Ο κόσμος εβούιξε! Κι αλήθεια πρέπει να ντρεπόμαστε. Και ποιός φταίει, ποιός;

Του είπε, του είπε, χωρίς αν τη νοιάζει πως δεν ήταν πια οι δυό τους. Ο ποιητής μιλιά. Τότε μόνο κατάλαβα πως ήταν κάτι σοβαρό και μετάνιωσα για το αστείο μου. Αλλά ήταν αργά. Ο καβγάς, φαίνεται ξέσπασε φοβερός, όταν έφυγα σε λίγο. Και το αποτέλεσμα; Ο Παλαμάς ξεθύμανε σε μένα! Και την επομένη έλαβα στο σπίτι μου ένα γράμμα του που έλεγε πάνω-κάτω τα εξής: «Λυπούμαι πολύ, αλλ΄ αν είναι να μας φέρνετε το βόρβορο των τριόδων, θα μου κάνετε χάρη να μην ξανάρθετε στο σπίτι μου». Την ίδια ώρα, του γύρισα πίσω το κακό αυτό γράμμα, με την ακόλουθη πάνω-κάτω σημείωση, γραμμένη στο ίδιο χαρτί, στο κενό που έμενε κάτω από την υπογραφή του: «Δεν θέλω να κρατήσω, ούτε να σχίσω εγώ, ένα τέτοιο γράμμα. Σου το επιστρέφω να το σχίσεις εσύ, βέβαιος πως θα το μετανιώσεις σε λίγο, αν δεν το μετάνιωσες κιόλα. Ανύποπτος σας έκανε χτες έν΄ αστείο. Στο σπίτι σου βρήκα μια σπασμένη καρέκλα που δε φαινόταν, εκάθησα με την ιδέα πως ήταν γερή, και γκρεμίστηκα. Δεν φταίει παρά κείνος που άφησε στη μέση τέτοια καρέκλα, αντί να την κρύψει ή να τη διορθώσει». Άμα πέρασαν δυο-τρεις μέρες και δεν ξαναπήγα, η κυρία Παλαμά κάτι υποπτεύθηκε, κι ένα πρωί ήρθε στο σπίτι μου για να μάθει. Της είπα για το γράμμα, κι εκείνη τότε μου διηγήθηκε όλη την ιστορία. Ναι, ήταν κάτι σοβαρό. Αυτή τη φορά, ο άντρας της είχε ξετρελλαθεί με μια νεότατη κοπέλα, από καλή οικογένεια, θαυμάστριά του, μα όχι και λογία. Υποψιασμένη πάντα και ψάχνοντας παντού, η κυρία Παλαμά του βρήκε γράμματά της στο συρτάρι του και του έκαμε την πρώτη σκηνή. Ο ποιητής, κατά το συνηθισμένο, της ορκίστηκε πως θα ξεκόψει, αλλά δεν ξέκοψε. Το υποπτεύθηκε κι αυτό η γυναίκα του, κι έν΄ απόγευμα, μόλις βγήκε ο Παλαμάς, λέγοντάς της πως θα πήγαινε στο «Σύλλογο» να ιδεί τον Δροσίνη, βγήκε κι εκείνη, πήρε ένα τραμ, και βρέθηκε στο σπίτι της λεγάμενης. Πολλήν ώρα περίμενε εκεί –απέξω, μπροστά στην πόρτα, αλλά στο αντικρυνό πεζοδρόμιο, βέβαιη πως κάποτε θάβλεπε τον ένοχο ή να μπαίνει ή να βγαίνει. Πραγματικώς, είχε βραδιάσει πια, όταν ένα τραμ σταμάτησε στη λεωφόρο, -το σπίτι ήταν σε πάροδο- ο Παλαμάς με το μπαστουνάκι του κατέβηκε, προχώρησε βιαστικός κι ανύποπτος, έφτασε μπροστά στην πόρτα του…παραδείσου του, και, χωρίς να κοιτάξει ολόγυρα –μα και να κοίταζε, θα φανταζόταν ποια ήταν μια μαύρη γυναικεία σιλουέτα που μόλις θα την ξεχώριζε στα σκοτεινά;- άπλωσε το χέρι του να χτυπήσει το κουδούνι.

- Κωστή! Του φωνάζει την ίδια στιγμή, απ΄ αντίκρυ, η μαύρη γυναικεία σιλουέτα.

Γυρίζει έντρομος και βλέπει να τρέχει κατ΄ αυτόν η γυναίκα του, που είχε γνωρίσει κιόλα τη φωνή της! Πώς δεν του ήρθε συγκοπή, είναι θαύμα. Εκείνη τον άρπαξε από το χέρι και τον γύρισε άρον-άρον στο σπίτι…».

Ένα από τα ανεκτίμητα λογοτεχνικά πετράδια του Κωστή Παλαμά είναι «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου», που δημοσιεύθηκε το 1907.

«Ο Κωστής Παλαμάς, επισημαίνει σε μελέτη του ο κριτικός Σπύρος Μήλας, δεν περνάει μονάχα τα μηνύματα της εποχής του, τα οποία ξεπηδούν μέσα από τις κοινωνικές αντιθέσεις και ανακατατάξεις, αλλά και τους οραματισμούς του, τις προοπτικές του για ένα κόσμο χωρίς σύνορα: «Γιούχα και πάντα γιούχα των Πατρίδων» (δικαιώνεται με την Ευρωπαϊκή κοινότητα), έναν κόσμο αδερφωμένο, ειρηνικό, ένα κόσμο της προκοπής, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της κοινωνικής προόδου –αίτημα από τον Αισχύλο ακόμα-, έναν κόσμο με σχέσεις Αλληλοβοήθειας και Συνεργασίας στον τόπο παραγωγής υλικών αγαθών της κοινωνίας, που σημαίνει δημοκρατία. Δηλαδή ελευθερία λόγου, σκέψης, σεβασμό στα δικαιώματα του ανθρώπου, δίκαιο μοίρασμα των εργασιακών πόρων και τόσα άλλα, που οδηγούν την ανθρωπότητα στο ατέλειωτο πέλαγο της ευτυχίας και της ανάτασης με τα σίγουρα φτερά της επιστήμης. Αυτό είναι και το καινούργιο μήνυμα που μας φέρνει ο Κωστής Παλαμάς[22] με την ΑΓΕΛΑΣΤΗ !επιστήμη) και τον ΑΔΑΚΡΥΤΟ (παντογνώστη λαό), που θα σπείρουν τον κόσμο των αδάκρυτων του σοσιαλισμού[23] θεμελιωμένο στο αξόνι της κοινωνικής αναγκαιότητας, της αρμονία των παραγωγικών δυνάμεων προς το χαρακτήρα των παραγωγικών σχέσεων.

…Ο Κωστής Παλαμάς με το παραμύθι του ΑΔΑΚΡΥΤΟΥ μας δείχνει το καινούργιο, παρόλο ότι γίνεται άρνηση του παλιού –ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΝΗΣΗΣ-, συνεχίζει να παίρνει από το παλιό (κατεστημένο), ό,τι καλό και ωραίο υπάρχει σ΄ αυτό, σπέρνοντας στον αγρό της ζωής τον κόσμο των αδάκρυτων με τις σχέσεις Αλληλοβοήθειας και Συνεργασίας, στο σοσιαλισμό. Μας το πιστοποιεί ο διάλογος ανάμεσα στην ΑΓΕΛΑΣΤΗ και τον ΑΔΑΚΡΥΤΟ».

Ο Ρομαίν Ρολλάν είπε για τον Παλαμά, πως ήταν ο μεγαλύτερος σύγχρονος ποιητής της Ευρώπης. Το έργο του ατέλειωτο. Πατριδολάτρης, οραματιστής, ιδαλγός, επαναστάτης, σαρκαστικός, δεν διστάζει να γκρεμίσει κάθε προκατάληψη. Ο Ανδρέας Καραντώνης[24] σημειώνει για την «ποίηση του Παλαμά» και τα εξής:

«…ο Παλαμάς δεν είναι, απλά, ένας μεγάλος λυρικός (αυτό που κυρίως ήθελε να είναι ο ίδιος) ή ένας από τους μεγάλους ποιητές του ελληνισμού. Έβλεπα πως ανάμεσα στις χιλιετηρίδες της ιστορίας μας, είναι ο Παλαμάς, ο κατ΄ εξοχήν «ποιητής του Ελληνισμού», σαν να ήταν ο ελληνισμός όχι μια αφηρημένη έννοια εθνότητας, αλλά μια συνθετική Ύπαρξη, σχεδόν υπεράνθρωπη, με σώμα, αίμα, νεύρα, πνεύμα και συνείδηση…Ο Ψυχάρης, στη μελέτη του «Κωστής Παλαμάς», αναγνωρίζει πως «είναι χαρά, είναι γοητεία, είναι ρεγάλο, είναι για το δημοτικιστή παράδεισος η ποιητική του Παλαμά η γλώσσα».

Στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» χτυπά με μαστίγιο κάθε τι που στέκεται εμπόδιο στην αλήθεια. Ήταν ένα θεόρατο οικοδόμημα της ελληνικής λογοτεχνίας, που ακτινοβολεί στα τετραπέρατα του ελληνικού ορίζοντας.

ΛΟΓΟΣ ΙΒ΄ -ΚΟΣΜΟΣ-

(απόσπασμα από το Δωδεκάλογο του Γύφτου)

Και παράτησε τα ονείρατα,

γύρε βάλε αυτά στη φύση,

παραμάντεμα το ρόδο

Σίβυλλα το κυπαρίσσι.

Σκληρά χτύπα τη Χίμαιρα,

τ΄ όνειρο είν΄ η ζωή,

στο βιολί σου ας αρμονίσει

την αλήθεια η μουσική.

Πού είν΄ η αλήθεια; Μην πλανάν εσέ

βαθιονόητα λόγια τάχα,

την πηγή δεν την βρίσκεις

μέσα σου, άνθρωπε, μοναχά.

Θα τη βρεις παντού στο ταίριασμα

-ω αρραβώνας λυτρωτής-

της καρδιάς σου και του νου σου

με τα πάντα της ζωής.

Ύψωσε εσύ τον τρίτο Όλυμπο,

βάλε εκεί την επιστήμη,

μόνη υπάρχει, αγέλαστη είναι!

Ποιο χαμόγελο, ποιο ασήμι,

Ποιο χρυσάφι σαν την όψη της;

Γιούχα Όλυμποι απ΄ αχνούς!

Η καρδιά το θάμα αν είναι,

της καρδιάς το μάτι ο νους.

Άναρχος ο κόσμος κι άσωτος.

Κι ο ήλιος μες στη λαμπεράδα

του τεράστιου γαλαξία

μια λιγνή κι αυτός λαμπάδα.

Κι απ΄ τον ήλιο αργά ξεχώρισε

φλόγα μες στο χάος, και να!

Στους αιώνες των αιώνων

φλόγα η γη κι όλο γυρνά.

Κάτου απ΄ τους δυσκολοξήγητους

κι ολοσιδερένιους Νόμους

η γη τρέχει με τις ώρες,

μες στους κύκλους, μες στους δρόμους,

και χορεύει τον αστέρινο

το χορό στοχαστική,

και γνωρίζει αυτή πώς ήρθε

και πού πάει το ξέρει αυτή.

Και θα ζήσει ο λόγος, τ΄ άλογα,

κι οι άνθρωποι κι αγρίμια, η πλάση,

σαν τ΄ αγνά και σαν τα ωραία

δέντρα στα μεγάλα δάση.

Κι εμάς πρώτος τη μελλούμενη μοίρα

μοίρα υπέρτατη στερνή,

Γύφτε, ζήσε την απάνου

στο προφητικό βιολί!

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

Γύριζε, μή σταθής ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,

Ο ψεύτης είδωλο είν΄ εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια,

Η Αλήθεια τόπο να σταθή μιά σπιθαμή δεν θάβρη

Αλάργα. Μόρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.

Η Πολιτεία, λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει

Το νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον προφήτη,

Κάθε σπαθί, κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι,

Στη λάσπη. Σταύλος ο ναός και μπουντρούμι το σπίτι.

Από θαμπούς ντερβύσηδες και στέρφους μανταρίνους

Κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.

Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους αρλεκίνους!

Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.

Γύρω μου αδιάφοροι και οχτροί, και ουρλιάζουνε μπροστά μου

Κι εμέ μ΄ αδράχνει ένας θυμός κ΄ ένας σκοπός με πάει,

Κι ένα παληό τραγούδι μου μέσ΄ απ΄ τη θάλασσά μου

Ξανάρχεται στα χείλη μου, κύμα κι αφρός και σπάει:

Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα,

Ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,

Κούφιοι και οκνοί καταφρονάν τη θεία τραχειά σου γλώσσα,

Των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.

Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,

Και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι λεβαντίνοι,

Λύκοι, ώ κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι

Κ΄ οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!

Να και ένα δείγμα ριζοσπαστικού δημοτικισμού, σε στιγμές εθνικής έξαρσης του Ποιητή, μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας:

Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι!

Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί,

Καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίσκοι

Για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί.

………………………………………………………………….

Στης πολιτείας τη μάντρα οι λύκοι! Παντού είναι λύκοι!

Ξανά στα τάρταρα ίσκιος, του ψάλτη λατρεία κ΄ εσύ.

Ψόφια όλη η στάνη. Φέρτε να πιούμε, κούφιο νταηλίκι,

Για τ΄ αποκάρωμα που μας πρέπει, κι όποιο κρασί.

Σημαντικό δείγμα της προσφοράς του Κωστή Παλαμά στη δημοτική γλώσσα είναι η μετάφραση του εκκλησιαστικού ύμνου της Κασσιανής, που ψάλλεται στα εκκλησίες τη Μεγάλη Τρίτη (Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίας περιπεσούσα γυνή…):[25]

Η ΚΑΣΣΙΑΝΗ

Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,

πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.

Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά

μέσ΄ στην καρδιά μου!

Κύριε, προτού Σε κρύψ΄ η εντάφια γη

από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα

κι απ΄ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή

Σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας…Νυχτιά,

σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει,

το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιά

με καίει, με λιώνει.

Εσύ που από τα πέλαα τα νερά

τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου,

κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά

τα δάκρυά μου.

Γύρε σ΄ εμέ. Η ψυχή πώς πονεί!

Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν

άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί.

και σάρκα επήραν.

Στ΄ άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά

μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω,

και με της κεφαλής μου τα μαλλιά

θα στα σφουγγίσω.

Τ΄ άκουσεν η Εύα μέσ΄ στο αποσπερνό

της παράδεισος φως ν΄ αντιχτυπάνε,

κι αλαφιασμένη κρύφτηκε…Πονώ,

σώσε, έλεος κάνε.

Ψυχοσώστ΄, οι αμαρτίες μου λαός,

Τα αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύση;

Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!

Άβυσσο η κρίση.

ΔΟΞΑ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

(1926, απαγγέλθηκε από τον ίδιο τον Ποιητή,

στην 100η επέτειο της Εξόδου στο Μεσολόγγι-απόσπασμα)

Γη, τους ξάστερους πάντοτε ουρανούς μου

Κάθε λογής κόσμοι αστρικοί πλουμίζουν,

Άστρα που σβύνουν και πού πέφτουν, άστρα

Που τρεμοφέγγουν,

Πλανήτες, φωτοσύγνεφα, κομήτες,

Φώτα χλωμά και φώτα θάμπωμα, ήλιοι,

Πές τα μαργαριτάρια και χρυσάφια,

Πες τα διαμάντια.

Μα εσύ, ρουμπίνι απ΄ τους αχνούς δεμένο

Μαρτυρικών και ηρωικών αιμάτων.

Στον ουρανό της πλάσης, καθώς είναι του πόλου το άστρο,

Του πόλου το άστρο εσύ στους ουρανούς μου

Της Δόξας, δόξα, ώ Γή! Το Μισολόγγι:

Κι΄ οι με ονόματα μύρια γνωρισμένοι

Κόσμο μου που είναι

Κι΄ οι από σπαθιού καταχτητές, και οι δάφνες

Των πολεμάρχων οι αιματοβαμμένες,

Κι΄ οι Αλέξαντροι

Κι΄ οι Εφτάλοφες και οι Νίκες

Και οι Σαλαμίνες,

Και με τις ιστορίες οι πολιτείες

Και στόματα χρυσά και οι Κυβερνήτες

Κι΄ οι Ηράκλειτοι του Λόγου και της Τέχνης

παντού κι΄ οι Αισχύλοι,

Ανήμποροι όπως κι΄ αν σταθούν μπροστά σου,

Και σε μιάς τρίχας ήσκιο να θολώσουν

Την ξεκομμένη απ΄ του Κυρίου την όψη

Φεγγοβολιά σου.

Μισολόγγγι. Χαρά της ιστορίας,

Γη επαγγελμένη. Πάνε εκατό χρόνια,

Κι΄ ας πάνε. Η θύμηση άχρονη μπροστά σου

Θα γονατίζει.

Νοιώθοντας φρίκη στο μάτωμα των λαών βροντοφωνάζει ο Παλαμάς:

Καίσαρες, Νέρωνες, λογής, Λένιν και Ροβεσπιέρων

Φιλοσοφίες, είν΄ αρκετά τα δάκρυα των μητέρων

Για να σας πνίξουν! Ώ γοερά ποτάμια των αιμάτων

Και κορωνάτων και λαϊκών, μαρτύρων και θυμάτων!

Στη Φοινικιά, που γράφτηκε το 1900 και δημοσιεύτηκε το 1904, ο ποιητής σε 312 ιαμβικούς δεκατρισύλλαβους σε 39 οκτάστιχες στροφές μας δίνει μια εικόνα μουσικής και λυρισμού, μια ακριβή ύπαρξη[26]:

Ω Φοινικιά, μας έρριξεν εδώ χέρι,

Το χέρι τόβαλε καταραμένη Μοίρα;

Το πήγε νους καλοπροαίρετος; Ποιός ξέρει!

Από ενός ύπνου κάτου τον καταποτήρα

Ποια ορμή μας έδραξε και ποιος μας έχει φέρει;

Τάχ΄ από χαλαστή για τάχ΄ από σωτήρα;

Να μας ασάλευτα στον ίσκιο σου αποκάτου,

Ο ίσκιος σου είναι της ζωής η του θανάτου;

………………………………………………

Ω Φοινικιά, μας έσπειρεν εδώ ένα χέρι,

Και θα ξαναπλωθή, και θα μας ξερριζώση,

Και θα πεθάνουμε, το κύμα και ταγέρι

Και το νερό ανελεήμονα θα μας σαρώση,

Και δε θα κλάψη μας τολόανθο καλοκαίρι,

Κ΄ η πλατειά πλάση το χαμό μας δε θα νοιώση,

Και κάτου από του ίσκιου σου τα μάγια πάλι

Θ΄ αναστηθή μοσκόπνοη μια βλάστηση άλλη.

……………………………………………………….

Στο «Ρόδου μοσκοβόλημα», ο Παλαμάς αναζητά τα νειάτα, για να κορφολογήσει ένα ρόδο:

Εφέτος άγρια μ΄ έδειρεν η βαρυχειμωνιά

Που μ΄ έπιασε χωρίς φωτιά και μ΄ ηύρε δίχως νειάτα

Κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά

Στη χιονισμένη στράτα.

Μα χτες καθώς με θάρρεψε το γέλιο του Ματιού

Και τράβηξα να ξαναβρώ τα΄ αρχαία μονοπάτια

Στο πρώτο μοσκοβόλήμα ενός ρόδου, μακρινού

Μου δάκρυσαν τα μάτια.

Σημαντική είναι η προσφορά του Κωστή Παλαμά στα σονέτα, ακολουθώντας τη φόρμα του μεγάλου Ιταλού ποιητής Francesco Petrarca (1303-1374). Ανάμεσα στους 215 Έλληνες ποιητές που γράψανε σονέτα ο Κωστής Παλαμάς έγραψε τα περισσότερα, 170, στα οποία πρέπει να προσθέσουμε τα 23 σονέτα της «Ξανατονισμένης Μουσικής» (1930) και πολλές μεταφράσεις Γάλλων, όπως ο Ουγκώ, ο Μποντλαίρ κ.ά.

Έγραψε σονέτα ηθογραφικά, θρησκευτικά, ιστορικά που αναφέρονται σε πρόσωπα ή σε γεγονότα, ερωτικά, στοχαστικά, μυθολογικά, φυσιολατρικά ή και αναφερόμενα στη δημοτική γλώσσα, στην οικογενειακή ζωή, σε πνευματικούς δημιουργούς κ.λπ.

Δείγμα ενός σονέτου, που αναφέρεται στην γλώσσα και έχει τίτλο «Δημοτικισμός», έχει τη μορφή μιας μαχητικής-επαναστατικής,. ίσως, μπροσούρας:

Κάμπιες και σκόροι,

και παπαγάλλοι,

κ΄ εσείς, δάσκαλοι,

κ΄ εσείς, ρητόροι,

τι; Με το ζόρι,

και τη μεγάλη

τη Γλώσσα κόρη,

τα γυμνά κάλλη

να τα ντροπιάστε

ζητάτε; Νάστε

καταραμένοι!

Πέρνα, μπαμπούλα!

Μα ο Στίχος, βούλλα

πυρός, και μένει.

Ακόμη, δεικτικός είναι ο Ποιητής, στο παρακάτω σονέτο που γράφτηκε για κάποιον επικριτή του, σύγχρονό του ή μελλοντικό:

Σ΄ εμένα εσύ που θα σταθής ταιριάζει

να το γνωρίζης φίλε μου ή κριτή μου,

πως μέσα εδώ πότε μιλά η ψυχή μου

πότε η ζωή μου βαρυαστενάζει.

Φίλε μου, άλλο ζωή, άλλο ψυχή, κριτή μου.

Χώρια. Κι αδέρφια ο χωρισμός τα΄ αλλάζει.

Η ζωή μου παραστράτισμα ή μαράζι,

προς το φως φτερανέβασμα η ψυχή μου.

Μού γίνεται τραγούδι ό,τι ποθούσα

να ήμουν ή να είχα δίχως να είμαι ή να ΄χω,

κι ό,τι άθελα με σπρώχνει, και σε βράχο

για συντριμμό, κ΄ ορμή, κ΄ εκείνη Μούσα,

Ζωή καταγίς, ψυχή μου, προς τα επάνω!

Μα ό,τι στοχάζομαι είμαι, όχι ό,τι κάνω.

Ο Κωστής Παλαμάς, είναι, επίσης, γλωσσοπλάστης, που κανένας άλλος ποιητής δεν μπόρεσε να συνθέσει:

* Αϊτονύχι, βροχοστάζω, μελοζαχαράτος, φωτοβροχή, χλωρόγνεμα, αντηλιάδα κ.λπ.[27]

Οι Παλαμάδες πριν από το 17οο αιώνα εγκατασταθήκανε στο Μεσολόγγι, προερχόμενοι από την κωμόπολη Παλαμάς Καρδίτσας. Στο Μεσολόγγι έζησε ορφανός μαζί με τον αδερφό του Χριστάκη και τη θεία Βγενούλα,[28] εξοδίτισσα αδερφή της γιαγιάς του από τη μητέρα του, Αλτάνης Γ. Κότσικα. Επειδή είχε πιαστεί αιχμάλωτη είχε λίγο σαλεμένο το μυαλό της, αλλά ο Κωστής της είχε αδυναμία. Ο αδερφός του πατερά του, ο σχολάρχης Δημήτριος Ι. Παλαμάς, άριστος ελληνιστής, θεολόγος, φιλόσοφος, στοχαστής, μυστικιστής, έξοχος τεχνίτης του λόγου, φαίνεται ότι επέδρασε στο μικρό Κωστή. Το 1882 βρίσκεται στην Κυπαρισσία, όπου ο αδερφός του Χριστάκης είχε διοριστεί έπαρχος. Πήγε εκεί γιατί ο Βλάσης Γαβριηλίδης δεν μπορούσε να τον πληρώνει στην εφημερίδα του. Έχει εγκαταλείψει τη Νομική και ασχολείται με τη λογοτεχνία. Από την Κυπαρισσία στέλνει στο Γαβριηλίδη γράμμα και του γράφει: «Δικηγόρος δεν πιστεύω να μορφωθώ, δια λόγους πολλούς και ποικίλους, ΄Αι στο διάβολο»!

Το 1887 νυμφεύεται τη Μαρία Βάλβη, κόρη δικαστικού, στο «αγρικωτάτω εκκλησιδίω του Γουδίου…», δηλαδή τον Άγιο Θωμά με κουμπάρο τον Βλάση Γαβριηλίδη.[29]

«Παραπάνω από πενήντα χρόνια –γράφει ο Π. Χάρης-,[30] ο Παλαμάς στάθηκε δέχτης και πομπός πνευματικών ρευμάτων, των πιο ανόμοιων, των πιο ασύλληπτων, των πιο μακρινών. Έδινε συνθήματα, κέντριζε φιλοδοξίες, ανανέωνε κουρασμένες δυνάμεις, πρόβαλλε υποδείγματα πνευματικού ήθους. Η εποχή του, σ΄ ένα μεγάλο μέρος της, δύσκολη και άγονη. Αυτός επίμονος, πεισματάρης, καλλιεργητής. Γύρω του αμέτρητες χρυσές μετριότητες. Αυτός υπομονητικός και κάποτε ασυγχώρητα επιεικής. Πνεύμα καθολικό, εργατικότητα ακατάβλητη και πάνω απ΄ όλα ο ποιητικός κραδασμός και ο ανήσυχος στοχασμός, που συχνά ταίριασαν κ΄ έβαλαν θεμέλια στη μετασολωμική λογοτεχνία μας».

Δίκαια, επομένως, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, απαντώντας σε δημοσιογραφική έρευνα, για το «ποιός είναι ο καλλίτερος ποιητής μας», αφού αναπτύσσει την έννοια της ποιήσεις και της ποιητικής δημιουργίας της εποχής, του καταλήγει:

« Κι αν στους ολίγους αυτούς η θεραπεία της μεγάλης αυτής ανάγκης ποικίλλει, εφαρμοζόμενη διαφορετικά στον ένα και διαφορετικά στον άλλον, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά πως αι συγγενείς ψυχές του ενός και του άλλου, παρά τας μεγάλας ομοιότητας που έχουν, έχουσι και διαφοράς, απλούστατα…Και τώρα ψηφίζω τον κ. Κωστήν Παλαμάν».[31]

Ο Κωστής Παλαμάς αγωνίστηκε για τη δημοτική γλώσσα, κι αν δεν ήταν αυτός να σηκώσει το λάβαρο και να μπει μπροστάρης, ποιός ξέρει τι θα είχε συμβεί. «Ενώ ο Ψυχάρης –γράφει ο Κ. Κουλουφάκος- είναι ο θεωρητικός νους του δημοτικισμού εκείνος που πραγματικά εμόρφωσε και πρόσφερε στο έθνος άξιο γλωσσικό όργανο είναι ο Παλαμάς».[32]

Στις 27 Φεβρουαρίου 1943 έφυγε ο Ποιητής και τότε όλοι θυμούνται την προσφορά του στα γράμματα, στη λογοτεχνία, στην ποίηση, στην πνευματική ζωή του τόπου:

«Τα χρόνια περάσανε. Ο Παλαμάς δεν πέρασε. Ο Παλαμάς είναι μιά μόνιμη παρουσία μέσα στον ελληνικό κόσμο…Είναι πολύς. Και αυτό δυσκολεύει την συνολική του σύλληψη. Δύσκολα χωράει σε μιά παλάμη ή σε μιά αγκαλιά. Πρέπει να ζήσεις χρόνια μαζί του. Να φύγεις από κοντά του και να ξαναγυρίσεις, για να βρεις πάλι κάτι που δεν είχες δει. Έτσι παλεύεις για να κατακτήσεις τους μεγάλους».[33]

ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

Ο πιο γνωστός παγκοσμίως Αθλητικός Ύμνος, είναι αυτός που γράψανε ο Κωστής Παλαμάς (στίχους) και ο Αντώνης Σαμάρας (μουσική), ο Ολυμπιακός Ύμνος![34] Ο Δημ. Βικέλας, είναι ο άνθρωπος που επέλεξε τον Σαμάρα για τη μουσική, ο οποίος τότε ζούσε στο Παρίσι, και τον Κωστή Παλαμά, για να γράψει τους στίχους. Ο Κωστής Παλαμάς το 1891 είχε βραβευτεί στο Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό με το ποίημά του «Ύμνος εις την Αθηνάν». Ο Ολυμπιακός Ύμνος πρωτακούστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, από 700 χορωδούς (μόνο άντρες) και τρεις φιλαρμονικές!

Να θυμηθούμε τα λόγια του Ολυμπιακού Ύμνου:

Αρχαίον πνεύμα αθάνατον, αγνέ πατέρα

Του ωραίου, του μεγάλου και τ΄ αληθινού,

Κατέβα, φανερώσου, κι΄ άστραψ΄ εδώ πέρα

Στη δόξα της δικής σου γης και τ΄ ουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλαιμα και στο λιθάρι,

Στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή

Και με τ΄ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι

Και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί.

Κάμποι, βουνά και πέλαγα φέγγουν μαζί σου

Σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός

Και τρέχει στον ναόν εδώ προσκυνητής σου,

Αρχαίον πνεύμ΄ αθάνατον, κάθε λαός.[35]

****

Αυτά όλα είναι γνωστά. Λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός, ότι το 1906 ο Κωστής Παλαμάς κλήθηκε (;) και έγραψε τον «Ύμνο του εν Κερκύρα Γυμναστικού Συλλόγου».[36] Ο Σύλλογος είχε ιδρυθεί το 1893 και σήμερα ονομάζεται «Κερκυραϊκός». Το ποίημα δημοσιεύτηκε σε περιοδικό της εποχής εκείνης με τη σημείωση «Ύμνος του εν Κερκύρα Γυμναστικού Συλλόγου» και στη συνέχεια «Οι ανωτέρω στίχοι αφιερωθέντες τω συλλόγω υπό του εν Αθήναις ποιητού κ. Κωστή Παλαμά, επ΄ ευκαιρία των εγκαινίων του γυμναστηρίου, εμελοποιήθησαν υπό του νεαρού Κερκυραίου μουσουργού κ. Νικολάου Τσερούτη. Σεπτέμβριος 1906». Οι παρτιτούρες όμως της μουσικής σύνθεσης δεν έχουνε βρεθεί.

Ο Ύμνος του Κερκυκαρϊκού Γυμναστικού Συλλόγου έχουν ως εξής:

Νέοι, δυναμώστε το κορμί!

Κι΄ ας αναδώσ΄ η ορμή σας,

Καθώς η φλόγα στο βωμό,

Κι΄ ας γίνη το κορμί σας,

Ένας ναός ολόγιομος

Απ΄ των θεών τη χάρη,

Και του μαρμάρου ας πάρη

Την άσειστη ομορφιά.

****

Νέοι δυναμώστε το κορμί!

Κι΄ ας αναδώσ΄ η ορμή σας,

Φωτιά από κάννη τουφεκιού,

Κι΄ ας γίνη το κορμί σας

Του βράχου σιδερόκαστρο,

Μας ζώνει οχτρός κι΄ αγριεύει

Νικάει, όποιος παλαίβει,

Στυλώστε τα κορμιά!

****

Το δεύτερο οκτάστιχο είναι συμβολικό. Προφανώς αναφέρεται στα εθνικά γεγονότα της εποχής εκείνης, που οδηγήσανε στον πόλεμο του 1912-13 και στον Μακεδονικό Αγώνα! Αποδεικνύεται, για άλλη μια φορά, ο Κωστής Παλαμάς, οραματιστής και ποιητής προφήτης!

ΣΑΜΑ΄ΡΑΣ-ΠΑΛΑΜΑΣ

Ο Δημήτρης Βικέλας και ο Τιμολέων Φιλήμων, στα 1895, πρότεινε στην Ολυμπιακή Επιτροπή να ανατεθεί στους Κωστή Παλαμά και Σπύρο Σαμάρα, ο Ολυμπιακός Ύμνος της πρώτης Ολυμπιάδας των Αθηνών, που θα γινότανε τον επόμενο χρόνο, το 1896. Ο Κωστής Παλαμάς ήταν ήδη πασίγνωστος και εκείνη την χρονιά είχε λάβει το πρώτο ποιητικό βραβείο στο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό, ο Σπυρίδων Φιλίσκος Σαμάρας (1861-1917), ήτανε διάσημος μουσουργός στην Ευρώπη, όπου παιζόντουσαν μουσικά έργα του και επιτυχημένες όπερες. [37]

Ο Κωστής Παλαμάς σε μια αναφορά του για τη συνεργασία Σαμάρα-Παλαμά, αναθυμάται στα 1922 και τα ακόλουθα:

· «Τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, με όλον τον κλασικόν αρχαιοπρεπή χαρακτήρα των, η Ελληνική ψυχή μετά ρωμαντικής όλως ευαισθησίας, φευ! Εχαιρέτισε και περιεπτύχθη, ως εγκαινιάζοντας νέαν περίοδον όλβου και μεγαλείου δια την χώραν. Υπό της μεγάλης Επιτροπής της οργανωτικής των αγώνων τούτων εξελέχθησαν εις ποιητής και εις μουσικός δια να αποκρυσταλλώσουν εις εν άσμα, με τον στίχον και με τον ήχον, την εθνικήν ταύτην συγκίνησιν και πανελλήνιον προσδοκίαν […[ Ο ποιητής πρώτος έγραψεν ελεύθερος τον ύμνον του, και ο μουσικός, δεύτερος, εμελοποίησεν ελευθέρως τους στίχους, αλλ΄ υποτακτικός πάντοτες εις τον ρυθμόν του ποιητού».

Ο Ύμνος, ο οποίος αναγνωρίστηκε επίσημα το 1958 (!) ακούστηκε στο Καλλιμάρμαρο στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων στις 25 Μαρτίου 1896 (με το παλαιό ημερολόγιο) από πολυμελή χορωδία και ορχήστρα (150-200 άτομα), υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. [38]

ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ-ΠΑΛΑΜΑΣ

Ο μεγάλος Έλληνας μουσουργός Μανώλης Καλομοίρης μελοποίησε από το 1918-1925 ποιήματα του Κωστή Παλαμά, για φωνή και ορχήστρα (1914), ενώ προηγουμένως είχε μελοποίησει κάποια σκόρπια ποιήματά του. Τα «Μαγιοβότανα» είναι ο πρώτος κύκλος ποιημάτων του Κωστή Παλαμά, που μελοποίησε ο Μανώλης Καλομοίρης. Το ποιητικό κείμενο αποτελεί το δεύτερο μέρος της ποιητικής συλλογής «Ίαμβοι κι Ανάπαιστοι», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1897. Ο συνθέτης είχε μελοποιήσει πριν από τα «Μαγιοβότανα» μερικά μεμονωμένα ποιήματα του Κωστή Παλαμά, τα περισσότερα από τα οποία ξαναδούλεψε την χρονιά του θανάτου του, στην σκοτεινότερη περίοδο της Γερμανικής Κατοχής., το 1943 ή το 1944.

· «Η προτίμηση του Καλομοίρη στο δημιουργό του «Δωδεκάλογου του Γύφτου»[39] σ΄ ολόκληρη σχεδόν τη διάρκεια της συνθετικής παραγωγής του δείχνει τον αμέριστο θαυμασμό του προς τη μεγάλη αυτή πνευματική μορφή του νεώτερου Ελληνισμού. Ο Συνθέτης όμως έβλεπε στο πρόσωπο του Παλαμά όχι μόνο το μεγάλο Ποιητή, αλλά και τον πρωτοπόρο κι ακατάβλητο μαχητή του Δημοτικισμού, στις τάξεις του οποίου αγωνιζόταν εκείνα τα δύσκολα χρόνια κι ο ίδιος ο Καλομοίρης. Γράφει ο Ποιητής σ΄ ένα σημείωμα του 1925, με αφορμή την παρουσίαση στο αθηναϊκό κοινό του Πρώτου Μέρους των «Ίαμβων και Αναπαίστων» από τον Καλομοίρη:

«Το να αισθανθή ο Καλομοίρης την ανάγκη μιας μελοποιίας συστηματικής πάνω σε στίχους μου, το πράγμα είναι και για την ιστορίαν ακόμη της νεοελληνικής λογοτεχνίας αρκετά σημαντικό. Ο Καλομοίρης δε σημειώνει σταθμό για τη μουσική μονάχα τέχνη προς δρόμους στερεώτερα χαραγμένους, ανοιχτούς προς υψηλότερα ιδανικά της τέχνης. Η εμφάνισή του είναι μαζί κεφάλαιο από τα ζηλευτότερα της ιστορίας του Δημοτικισμού».

Ο Μανώλης Καλομοίρης εκτιμούσε και θαύμαζε τη μουσικότητα του παλαμικού στίχου, γι΄ αυτό σημείωνε:[40]

«Κανένας άλλος Έλληνας ποιητής, ίσως και ξένος, έξω από τον Γκαίτε, δεν ετραγούδησε, δεν ανέβασε τη Μουσική σε υπέρτατο σύμβουλο νέας ζωής, ομορφιάς και λεβεντιάς, όπως ο Παλαμάς.

Το έργο του Παλαμά είναι για μας τους μουσικούς το θείο βιολί, του γέρου ασκητευτή η κληρονομιά, που καλούμαστε σε μια μέρα να το παίξουμε και να ταιριάσουμε καινούργιους σκοπούς «κι από τους γύρω μας τους ήχους κι απ΄ τα τραγούδια της φυλής να πλέξουμε απάνω στο βιολί μας τη μουσική μας».

Είναι το έργο αυτό το παλαμικό που όσο τα΄ αγναντεύεις σου ξυπνάει τη συλλογή: «Μην υπάρχουν; Μη δεν είναι όνειρα κι΄ οι θεοί;».

Τα έργα αυτά συντέθηκαν στην Αθήνα την «επική διετία» της νεώτερης ελληνικής ιστορίας 1912-1913».

Ανάμεσα στα ποιήματα που μελοποίησε ο Μανώλης Καλομοίρης είναι το «Στέκει το Βασιλόπουλο», «Από ξένα βασίλεια», «Σπέρμα της Χάμκως», «Ο Διγενής Ακρίτας». Ποιήματα έξοχα για την ελληνικότητά τους, την γνώση της ιστορίας και της ελληνικής παράδοσης:

ΣΠΕΡΜΑ ΤΗΣ ΧΑΜΚΩΣ[41]

Σπέρμα της Χάμκως, δέρνεσαι

μέσ΄ στο λάγνο χαρέμι.

Ύπνο ζητάς, όχι έρωτα,

μα κι ο ύπνος σε τρέμει.

Σε διβάνι χρυσόστρωτο

γέρνει πρόσωπο χιόνι.

Αλλά το Σούλι το άπαρτο

σα βραχνάς σε πλακώνει.

Μόνο σκυμμένη απάνω σου

σε χαϊδεύει η ακριβή σου,[42]

σαν πουλί που θα σάλευε

στην άκρη μιας αβύσσου.

Ο ΔΙΓΕΝΗΣ ΑΚΡΙΤΑΣ

Καβάλλα πάει ο Χάροντας,

το Διγενή στον Άδη,

κι άλλους μαζί…Κλαίει, δέρνεται

τ΄ ανθρώπινο κοπάδι.

Και τους κρατεί στου αλόγου του

δεμένους τα καπούλια,

της λεβεντιάς τον άνεμο,

της ομορφιάς την πούλια.

Και σα να μην τον πάτησε

στου Χάρου το ποδάρι,

ο Ακρίτας μόνο ατάραχα

κοιτάει τον καβαλλάρη!

_Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα,

δεν περνώ με τα χρόνια.

Μ΄ άγγιξες και δε μ΄ ένοιωσες

στα μαρμαρένια αλώνια;

Είμ΄ εγώ η ακατάλυτη

ψυχή των Σαλαμίνων.

Στην Εφτάλοφην έφερα

το σπαθί των Ελλήνων.

Δε χάνομαι στα Τάρταρα,

μονάχα ξαποσταίνω.

Στη ζωή ξαναφαίνομαι

και λαούς ανασταίνω!

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

(Αποσπάσματα από λογοτεχνικό δοκίμιό του)[43]

Σε λογοτεχνικό δοκίμιό του ο καθηγητής; Παναγιώτης Κανελλόπουλος αναφέρει ότι ο Κωστής Παλαμάς είναι ο «Βίκτωρ Ουγκώ της Ελλάδος».

Και επισημαίνει

«Μέσα στο έργο του Παλαμά εκφράζεται η κλασική Ελλάς, αλλά και η τσακισμένη υπερηφάνεια των Γραικύλων, εκφράζεται ο Ελληνικός Χριστιανισμό και το βασανισμένο Βυζάντιο, εκφράζεται ο πόνος της σκλαβιάς τεσσάρων αιώνων, εκφράζεται η ομορφιά και η ασχήμια, το φως και το σκοτάδι της Ελληνικής ζωής»!

Σχολιάζει και συγκρίνει, κριτικάρει και ανεβάζει το λογοτεχνικό πήχη του Κωστή Παλαμά σε σχέση με άλλους ποιητές, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος:

«Ο Παλαμάς είναι σχεδόν αμετάφραστος. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης μεταφράζεται εύκολα σε ξένη γλώσσα. Και όλα όσα έγραψε χωράνε σε μια μικρή συλλογή. Τα ποιήματά του, τα περισσότερα μικρά κι επιγραμματικά, μόλις υπερβαίνουν τα εκατόν πενήντα.

»Ενώ ο Παλαμάς εκφράζει όλες τις φάσεις και μορφές της Ελληνικής Ψυχής, ο Καβάφης – ο Αλεξάνδρες- εκφράζει μόνο μία: την ψυχή της ελληνιστικής παρακμής. Ο Καβάφης ζει μέσα του , με στωική καρτερία, το ανακάτεμα των φυλών στη Μέση Ανατολή, αλλά θυμάται και το ένδοξο παρελθόν:

»Είμεθα ένα κράμα εδώ, Σύροι, Γραικοί, Αρμένιοι, Μήδοι. Τέτοιος κι ο Ρέμων είναι. Όμως χθες σαν φώτιζε το ερωτικό του πρόσωπο η σελήνη, ο νους μας πήγε στον πλατωνικό Χαρμίδη».[44]

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

(Μαρτυρία Μίλτου Μαλακάση )

«Όταν γνώρισα το μεγάλο συμπολίτη μου και δάσκαλό μου, τον Παλαμά, δεν καθότανε ακόμα στο ιστορικό σπίτι της οδού Ασκληπιού αριθμός 3, αλλά σε μιά πάροδο της Βασιλίσσης Σοφίας, Κηφισιάς τότε, από πάνω από μιά κληματαριά που σκίαζε το προαύλιο μιάς εισόγειας μπυραρίας. Το οίκημα εκείνο ήταν γραφικώτατο και αντάξιο του χαριτωμένου, νεαρού τότε ζευγαριού –ενός μεγάλου ποιητού και μιάς ακόμη ώριμης κυρίας, αλλά πολύ νέας, απάνω στο άνθος του ξανοίγματός της. Ο ποιητής ήταν από τότε κατσούφης, δύστροπος, παραπονούμενος για συχνούς πονοκεφάλους, λιγομίλητος, αλλά έτοιμος να αιθριάση σε πρώτη ευκαιρία και από βουβός να μεταβληθή σε ομιλητικότατο και ευθυμολόγο ακόμα.

»…Εκεί ακόμα κάθε Σάββατο, καμμιά φορά και συχνότερα, χρόνια και χρόνια εδέχονταν τους θαυμαστάς και φίλους του και μαθητές του ο Κωστής Παλαμάς, ο δάσκαλος, ο οδηγός, εκείνος στη σκιά και στο φως του οποίου η απλόχερη τότε τέχνη ημών των νεωτέρων ανδρώθηκε. Όλοι όσοι συχνάζαμε σ΄ εκείνο το σπίτι, σ΄ εκείνη τη φωλιά της θερμής και φωτεινής ατμόσφαιρας, όλοι μεγαλώσαμε σαν πνευματικοί υπότροφοί του.

»…Κάθε Σάββατο, επί χρόνια πολλά τότε, με τα πρωτόλειά μας στην αρχή, με τα ώριμα έργα μας, ύστερα πεζογράφοι και ποιηταί, εκεί στο σπίτι του δασκάλου, Δροσίνηδες, Χατζόπουλοι, Καμπύσηδες, Νιρβάνηδες, Προφύρηδες, Γρυπάρηδες, Συμηριώτιδες, όλοι σ΄ ένα γραφείο με στίβα τα βιβλία και τα χαρτιά σε ράφια ως το ταβάνι της κάμαρας. Εκεί ο ίδιος ο δάσκαλος συχνά μας διάβαζε τα ποιήματά του, φρέσκα, φρέσκα, μόλις βγαλμένα από το φως και την ψυχή του, με ένα «μπρίο» αλησμόνητο…Εκεί ο αγαπητός μου Γρυπάρης, μας απάγγειλε μερικούς από τους περιλάλητους «Σκαραβαίους και τερακότες» του, ποιήματα που και τώρα ακόμα, ύστερα από τόσα χρόνια, κρατούν όλη τη χάρι και τη νεότητα, του καιρού που ο λαμπρός αυτός ποιητής τα παρουσίασε, καινοφανή και σαν τεχνουργημένα από έναν άλλον, Μπενβενούτο Τσελίνι. Εκεί ο Πορφύρας εδιάβασε, με την κλαψιάρικη και άτονη φωνή, αλλά τόσο συμπαθητική φωνή του, το «Χάρο» και το "Lacrymae rerum", ποιήματα και αυτά αλησμόνητα. Εκεί ο μαρτυρικός Αρμένιος ραψωδός Τιγκράν Γεργκάτ, μας απάγγειλε ένα πατριωτικό θρήνο, απάνω στην αδυσώπητη βαρειά μοίρα της πολυβασανισμένης πατρίδας του. Εκεί ακούστηκαν μερικά κεφάλαια από τα «Λόγια της Πλώρης» του Καρκαβίτσα, μερικά τετράστιχα από την «Πάγα Λαλέουσα» του Νιρβάνα, μερικά του Χατζόπουλου βουκολικά στην αρχή, συμβολικά ύστερα, αλλά χωρίς σύμβολα, του Καμπύση μιά-δυό σκηνές από τους «Κούρδους» του, και ό,τι αξιοσημείωτο σχεδόν ακόμα πέρασε ύστερα στον τύπο κα σε βιβλίο. Εκεί Γερμανός φιλόλογος Ντίτριχ εσχεδίασε, συμβουλευόμενός μας, την ανθολογία των νεοελλήνων ποιητών, που ύστερα εξέδωκε στο Μόναχο. Έργο αξιόλογο, που παρουσίασε στο κοινό της πατρίδας του, ό,τι εξαιρετικό είχε ως τότε η έμμετρη παραγωγή μας».

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΑΣ (ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ)

Βέρος μεσολογγίτης, που αγαπούσε με πάθος τον ιερό αυτόν τόπο. Οι πρόγονοι του Μαλακάση (Μαλακάσας ήταν το όνομά του, το οποίο άλλαξε όταν έφτασε στην Αθήνα) κατεβήκανε από την Πίνδο στο Μεσολόγγι, πολλά χρόνια πριν από την Επανάσταση. Ασχοληθήκανε όλοι με τον ξεσηκωμό και ο παππούς του, ο Χαράλαμπος, υπήρξε άνθρωπος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, τον οποίο πίστευε και εκτιμούσε. Ήταν πολιτάρχης και πυροβολητής στη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και μετά τον αγώνα αφοσιώθηκε στην καλλιέργεια των κτημάτων του, στο Γαλατά Μεσολογγίου.

Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης ήταν μοναχογιός ανάμεσα σε τρεις αδερφές. Η οικογένεια είχε αδυναμία στο αγόρι, που το παραχαϊδεύανε. Από πολύ νωρίς άρχισε να γράφει ποιήματα, αλλά είχε επιδόσεις και στο ευθυμογράφημα και στο ρομαντικό πεζοτράγουδο. Ως μαθητής του γυμνασίου δεν ήταν και πολύ καλός, έχασε μάλιστα και χρονιές. Για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές στάλθηκε στην Αθήνα, που ήρθε το 1885, για να καταφέρει να πάρει το πολυπόθητο απολυτήριο. Στην Αθήνα βρήκε την ευκαιρία να γνωριστεί με φιλολογικούς κύκλους και να συνεργαστεί με την εφημερίδα «Ακρόπολις», που είχε έντονη φιλολογική ύλη και τα περιοδικά «Διόνυσος», «Παναθήναια» και το «Περιοδικό μας». Γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών (1888-1896) την οποία δεν τέλειωσε. Στα φοιτητικά του χρόνια ο Μιλτιάδης Μαλακάσης μετέχει σε όλες τις μποέμικες νεανικές εκδηλώσεις και τρέλες.

Το πρώτο ποίημα, διηγείται ο ίδιος ο ποιητής σε συνέντευξή του στην Ειρήνη Αθηναία το 1930, το έγραψε μικρό παιδί, ως δεκατεσσάρων χρόνων:

«Επέρασα μιά μέρα το ποτάμι αυτό καβάλλα, ανάμεσα σε περάτες, οι οποίοι με βοηθούσαν. Το πανόραμα ενός εξαγριωμένου ποταμού, που με τους αφρούς του εσχημάτιζε θεία λουλούδια μίλησε τόσο αποκαλυπτικά μέσα μου, που όταν βρέθηκα ύστερα στο σπίτι μου, έγραφα χωρίς να ξέρω και ΄γώ πώς, ένα ελεγείο σε μια παιδίσκη. Θυμάμαι και μερικούς στίχους από αυτό το ποίημα, που άρχιζε έτσι:

«Μ΄ αρέσει ν΄ ανοίγω – το γράμμα σου εκείνο – τα δάκρυα να χύνω – σε κάθε γραμμή – και κει καρφωμένος – με μάτια σκυμμένα – να βλέπω εσένα – ακόμη θερμή.

»…Έγραψα, συνεχίζει ο Μ. Μαλακάσης, και στην καθαρεύουσα ποιήματα. Ένα ελεγείο που το απήγγειλα μάλιστα στο νεκρό του απόγονου του μεγάλου Καψάλη». Ο Παλαμάς, στον οποίον, αργότερα, πειράζοντάς τον, του υπενθύμισα τους στίχους του στην καθαρεύουσα, μου έλεγε, ανταποδίδοντάς μου το πείραγμα:

- Πρόσεχε, γιατί το ποίημά σου στον Καψάλη το έχω εδώ!».

Το 1897 γνωρίζεται με το διάσημο Ελληνογάλλο ποιητή Ζαν Μωρεάς,[45] που είχε έρθει στην Ελλάδα για να λάβει μέρος στις πολεμικές εκστρατείες. Οι δύο άντρες συνδέονται στενά και ο Μαλακάσης αναγνωρίζει ως δάσκαλό του τον Μωρεάς. Το 1908 ο Μ.Μ. νυμφεύεται την Ελίζα Δεληγιώργη, τρίτη κόρη του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, τέσσερις φορές Πρωθυπουργού, που τον καθιστά ξάδερφο εξ αγχιστείας με τον Ζαν Μωρεάς. Ο σύνδεσμός του με τον Μωρεάς τον φέρνει στο Παρίσι, όπου ζει από το 1909 ως το 1915. Από το Παρίσι ταξιδεύει στη Γερμανία και στην Κωνσταντινούπολη. Στο Παρίσι μπαίνει στα φιλολογικά σαλόνια και τα καφενεία, που ανθούν εκείνη των περίοδο

Το 1924 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων. Από το 1917 ως το 1935 και από το 1936 ως το 1937 διηύθυνε τη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Διετέλεσε και πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Ο Μιλ. Μαλακάσης πέθανε στις 27 Ιανουαρίου 1943 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου λίγες ημέρες νωρίτερα είχε φύγει ο συμπατριώτης του λογοτέχνης Αντώνης Τραυλαντώνης. Ενδιαφέρον παρουσιάζουνε τα ποιήματα που δημοσιευθήκανε με το γενικό τίτλο «Μεσολογγίτικα».[46] Τα ποιήματα αυτά κινήσανε το ενδιαφέρον τού λογοτεχνικού κόσμου και σώζονται γράμματα προς τον Μιλτιάδη Μαλακάση, που τον συγχαίρουνε και τον επαινούν. Μεταξύ αυτών ο Κ.Π. Καβάφης[47] και ο Νίκος Καζαντζάκης.[48]


Ο Κ.Π. Καβάφης τού γράφει:

«Αγαπητέ μαιτρ,

(…) Φιλία κ΄ εκτίμησις από σας πολύ με συγκινούν.

Είμαι θαυμαστής του έργου σας. Από τες αρχές του σταδίου σας με άρεσεν η ποίησίς σας. Τώρα που σας γράφω –που πρώτη φορά επικοινωνώ κατευθείαν μαζύ σας- ζωντανεύουν μέρες παληές. Το καλοκαίρι του 1903 –όταν ήμουν στας Αθήνας-. Τότε είχαν βγει η «Ώρες»: και διάβαζα τους λεπτούς, τους έμορφους στίχους των. Μ΄ έρχονται στο νου κάτι χαριτωμένες περικοπές ενός άρθρου που είχε γράψει τότε για σας ο Νιρβάνας, και μια πολύ συμπαθητική φωτογραφία σας που ετύπωσαν τα «Παναθήναια».

Έκτοτε πέρασαν πολλά χρόνια, γράψατε άλλα ωραία ποιήματα, γράψατε το θαυμάσιο «Μπαταριά», τον θαυμάσιο «Τάκη Πλούμα», τον θαυμάσιο «Μπάϋρον» κι αύξησεν η αγάπη μου προς την ποίησί σας.

Το έργο σας επιβάλλεται μονάχο του. Δεν έχει καμιάν ανάγκη από μένα. Αλλά απλώς για ευχαρίστησι δική μου, από χρόνια είναι που μιλώ συχνά, πολύ συχνά, - προ πάντων στους νεώτερους – για την υπέροχη συμβολή σας στην νεοελληνική Τέχνη.

Αγαπητέ μαιτρ, σας ευχαριστώ για το γράμμα σας.

Ο φίλος σας,

Κ.Π. Καβάφης».

Και ο Νίκος Καζαντζάκης όταν βρισκότανε στο Παρίσι, το 1920, στέλνει επιστολή στον Μιλτιάδη Μαλακάση, γιομάτο νοσταλγία. Του γράφει:

«Στο Παρίσι ξαφνικά θυμήθηκα το Μπαταριά σας, τον Τάκη Πλούμα, λαχτάρισα πάλι την Ελλάδα, σιχάθηκα τη Φραγκιά. Σας ευχαριστώ, σας ευγνωμονώ γιατί γράψατε τα τραγούδια αυτά».

Ο Μιχ. Περάνθης σημειώνει για το έργο του Μιλ. Μαλακάση:[49]

«Η γνησιότητα του λυρισμού του διατηρεί ως σήμερα την ευμενή της απήχηση, που κάνει τον Μαλακάση αγαπημένο των φίλων της ποίησης. Γιατί τα λυρικά του νοήματα δίνονταν σε μια λαγαρή αποκρυστάλλωση, συνδυασμένη μ΄ έναν τόνο τραγουδιστικό. Ο οίστρος του είναι ειλικρινής και αβίαστος, η συναισθηματική του προσπάθεια ευγενική και η μελαγχολική του διάθεση εναλλάσσεται με τον ξέχειλο αυθορμητισμό ενός φιλόγελου, που συλλαμβάνει νότες ζωγραφικής ευθυμίας και ρωμέικων καημών».

Παίζει απόψε το φεγγάρι

Παίζει απόψε το φεγγάρι

Μέσα στην κληματαριά,

Πούναι να το πιείς, αλήθεια,

Στο ποτήρι,

Κι όχι τόσο γιατί παίζει

Στην κληματαριά,

Όσο γιατί φέγγει δίπλα

Σ΄ ένα παραθύρι…

(Ώρες)

Άνοιξη

Τώρα τα λουλούδια που είναι

Δροσισμένα, μυρωμένα,

Όπως άλλοτε μ΄ εμένα,

Τρέξε μόνη στους αγρούς.

Ίδια σαν και τότε γίνε,

Έναν κόσμο ανθάκια κόψε,

Και μ΄ αυτά ράνε μ΄ απόψε,

Όπως ραίνουν τους νεκρούς…

(Ασφόδελοι)

Μεσολόγγι

Εσένα θύμησή μου, εσέν΄ άνθος θανάτου,

Αθανασίας ρόδο, εσέ κρατώ,

Μοσκοβολιά και χάιδεμα του αναβλεμμάτου

Κι αγκάθι αιματοστάλαχτο φριχτό.

Όταν, ω παιδική καρδιά! Η αρμύρα

Της λιμνοθάλασσας ανήλεη, λατρευτή,

Με χρώματα σε μέθαε και με μύρα,

Τότε γιατί να μην πεθάνεις; Ω γιατί;

Στις ροδοδάφνες, μεσ΄ στην αίγλη του εικοσιένα,

Εσύ λουλούδι υστερογέννητον, ω πώς

Πέφτουν τα φύλλα σου ένα-ένα σκεβρωμένα,

Και μέσ΄ στα βάλτα ο σκορπισμένος σου καρπός;

Σε τόσες μέσα ανατολές, δύσες, σκοτάδια,

Μέσα σε τόσες μουσικές, ποίησες, ωδές,

Νερών και δένδρων τα βουητά, σείσματα, χάδια,

Χαμένος ψίθυρος της λύρας μου οι χορδές…

΄Ω Μεσολόγγι, ιερέ βωμέ, αιματοβαμμένε,

μεγάλου βάρδου η δόξα και η θανή,

του Χρήστου του Καψάλη εσύ, πυρσέ ανάμενε,

και της εξόδου η νύχτα, ω ουρανοί!

Τώρα, κι αν μου ξεδένετε φρένα και γλώσσα,

Θ΄ αγροικηθεί της ταπεινότης μου ο ψαλμός,

Μέσα στους ύμνους και στα τρόπαια τα τόσα,

Που σου έχει στήσει όλου του κόσμου ο θαυμασμός;….

(Εφημ. «Καθημερινή», 25 Απριλίου 1937)

Πρώτοι στίχοι[50]

Μ΄ αρέσει ν΄ ανοίξω το ράμμα σου εκείνο

Και δάκρυα να χύνω

Σε κάθε γραμμή.

Κι εκεί καρφωμένος, με μάτια σκυμμένα,

Να βλέπω, αχ, εσένα,

Ακόμα θερμή.

Ακόμα θυμούμαι εκείνα τα χρόνια

Που λέγαμε αιώνια

Να ζούμε μαζί.

Θυμούμαι τις μέρες που τρέχαμε μόνοι

Εκεί που τ΄ αηδόνια

Το πλάνο λαλεί.

Την πρώτη θυμούμαι που μούπες ημέρα:

Πονώ εδώ πέρα,

Στα στήθη πονώ.

Και σούκοψε ο βήχας το λόγο στο στόμα.

ΣΤΑΜΟΣ ΜΠΡΑΝΙΑΣ

Ο Στάμος Μπράνιας γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1876. Πριν να φύγει από τη γενέτειρά του και να πάει στην Αθήνα ο Μπράνιας ήταν γνωστός στους δημοσιογραφικούς κύκλους της πρωτεύουσας από τα δημοσιεύματά του και τις συνεργασίες του. Πνεύμα σπινθηροβόλο διοχετεύθηκε στα γνωστά χρονογραφικά του κομψοτεχνήματα που δημοσιευθήκανε στις μεγαλύτερες αθηναϊκές εφημερίδες. Ήταν υπάλληλος στη Νομαρχία. Σε ηλικία 19 χρονών συνεργαζότανε με την εφημερίδα ΚΛΕΙΣΟΒΑ και εξέδωσε το λογοτεχνικό ημερολόγιο ΣΚΟΡΠΙΑ ΦΥΛΛΑ. Στην Αθήνα ήρθε το 1904 για να σπουδάσει νομικά, αλλά τον απορρόφησε η δημοσιογραφία και το χρονογράφημα, που το υπόγραφε με τα αρχικά του, Μπραν. Ο Ηλίας Βουτιερίδης σημειώνει, ότι ο Μπράνιας είχε ιδιότυπο ύφος και σκέψη, έδωσε στο χρονογράφημα μια συμπύκνωση στοιχείων της καθημερινής ζωής. Στη εφημερίδα «Καθημερινή» δημοσίευσε λιγοστά διηγήματα. Πέθανε σε ηλικία 91 ετών στην Αθήνα το 1967.

ΤΙΜΟΛΕΩΝ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ

Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι, έγινε καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και κατείχε την έδρα του Ποινικού Δικαίου. Το 1922 ο Τιμολέων Ηλιόπουλος εκλέχτηκε βουλευτής και το 1929 ακαδημαϊκός. Έγραψε επιστημονικά έργα, αλλά και ποιήματα, που δημοσιευτήκανε στην τρίτομη ανθολογία του 1894 που έκδωσε η εφημερία «Αμάλθεια» της Σμύρνης.

Ως ο πλανήτης ναυαγός εν στυγερή σκοτία,

Οπόταν ίδη λάμπουσαν φωτός ακτίνα μίαν

Και προς αυτόν να μειδιά μακρόθεν σωτηρία,

Πετά προς ταύτην μ΄ έμπλεων ελπίδος την καρδίαν,

Όταν πληροί το στήθος μου ανέκφραστος οδύνη,

Όταν θρηνών το παρελθόν βλέπω ωχρόν το μέλλον,

Ενώ δακρύβρεκτος, νωθρά η κεφαλή μου κλίνει,

Πλησίον της προσέρχομαι χαράν και λήθην θέλων.

…………………………………………………………….

Πλην ήδη;…της νεότητος τον φλογερόν κρατήρα,

Ροφώσιν έρωτες νωθροί, πόθων ζωή μικρών…

Και ζώμεν, ασπαζόμενοι της φίλης μας την χείρα,

Ποθούντες ν΄ αποθάνωμεν επί στηθών αβρών.

Θα σβύσωμεν ως σβέννυται χροφγής λυχνία

Εν ίχνος μη αφήνουσα της άλλοτε ζωής,

Θα μας καλύψη αύριον της λήθης η σκοτία,

Αφού και ζώντες είμεθα νεκροί, άνευ πνοής…

……………………………………………………..

ΔΗΜ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

(1868-1954)

Ο Δημήτριος Καλογερόπουλος γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1868 (πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 1954), διετέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας υπήρξε και ιδρυτικό μέλος (1929). Μετά τις σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών –ανακηρύχτηκε διδάκτοράς της το 1890- διορίστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών και αργότερα στο Ελεγκτικό Συνέδριο, αλλά σύντομα εγκατέλειψε τη δημοσιοϋπαλληλική σταδιοδρομία για να επιδοθεί στη δημοσιογραφία και στη λογοτεχνία. Έγραψε δεκάδες άρθρα με ψευδώνυμα και τα αρχικά του ΔΙΚ, ΑΜΑΡΑΝΤΟΣ, ΦΙΛΟΤΕΧΝΟΣ και ΔΑΦΝΙΣ.[51] Ήτανε καλλιεργημένος, ανήσυχος και δημιουργικός. Ο λόγος του χαρακτηρίζεται από απλότητα. Τα διηγήματά του και οι μελέτες του ασχολούνται κυρίως με καλλιτεχνικά θέματα. Με το περιοδικό «Πινακοθήκη», που ίδρυσε και διηύθυνε επί 25 χρόνια –το διηύθυνε ως το 1901-, συνέτεινε στην ανάπτυξη του περιοδικού τύπου στην Ελλάδα.

Πρωτοβρόχια

Βρέχει! Ω χαρά! Πώς σας επρόσμενεν η ψυχή μου.

Πρωτοβρόχια!

Κεραυνοί ξεσχίζουν τον αέρα, στεναγμοί το

στήθος μου ξεσχίζουν.

Πέφτουν οι ρανίδες σιγανά-σιγανά και κυλούν με θρήνον

στη γη. Πέφτουν και τα δάκρυά μου βουβά, απάνω στον έρημο

τάφο του έρωτός μου.

Καλώς ήλθατε πρωτοβρόχια! Ελάτε, με τα δάκρυά

σας τον πεθαμένο μου πόνο ραντείστε.

Πεζό

Ονειρεμένα πρωτοβρόχια, σεις παρηγοριά μου μόνη, σας ανοίγω την άσαρκη αγκαλιά μου. Κλάψτε μαζί μου της χαράς την ορφάνεια, κλάψτε τη θλίψη και τον πόνο κλάψτε.

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ

(1871-1958)

Ο πεζογράφος Δημοσθένης Βουτυράς , μπορεί να γεννήθηκε στο Γαλατά της Κωνσταντινούπολης (25 Μαρτίου 1871), όπου ο πατέρας του Νικόλαος υπηρετούσε ως δάσκαλος στο σχολείο του Αγίου Στεφάνου, αλλά έχει ρίζες και από το Μεσολόγγι.[52] Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στην Πόλη και τον Πειραιά. Όταν γυρίσανε στην Ελλάδα, τα πρώτα χρόνια η οικογένειά του, και ο Δημοσθένης, τα ζήσανε στο Μεσολόγγι. Γιατί; Επειδή η μητέρα του Θεώνη, το γένος Παπαδή, ήτανε μεσολογγίτισσα. Ο πατέρας του και η μητέρα του, που ήταν ορφανή, ζούσε στον Πειραιά υπό την κηδεμονία του στρατηγού Λαζαρέτου. Ο Νικόλαος Βουτυράς την ζήτησε σε γάμο, αλλά ο στρατηγός αρνήθηκε κατηγορηματικά. Τότε ο Νικόλαος έγραψε στη μητέρα της Θεώνη Παπαδή και τα δύο αδέρφια της , που ζούσανε στο Μεσολόγγι, τα οποία αρνηθήκανε κατηγορηματικά το γάμο και ταυτόχρονα τον απειλήσανε. Ο Νικόλαος Βουτυράς , που ήτανε συμβολαιογράφος στην Αθήνα (η καταγωγή του ήταν από την Κέα), έκλεψε την αγαπημένη του, τη νυμφεύθηκε και φύγανε κρυφά για τη Σμύρνη.

Η οικογένεια, αφού τακτοποιήθηκε, ήρθε από το Μεσολόγγι στην Αθήνα, όπου ο πατέρας Βουτυράς ασχολήθηκε με επιχειρήσεις, από τις οποίες καταστράφηκε και οδηγήθηκε στην αυτοκτονία. Ο Δημοσθένης Βουτυράς, κουβαλώντας μέσα του τις μνήμες του Μεσολογγιού, τα χρόνια στη Κωνσταντινούπολη και τη δυστυχία της οικονομικής-βιομηχανικής καταστροφής του Πειραιά, αναγκάστηκε να ζήσει κάνοντας ένα σωρό δύσκολες εργατικές δουλειές. Ζυμώθηκε με το λαό και την εργατιά, που τον γαλουχήσανε και τον γεμίσανε βιώματα. Εργαζόμενος σ΄ ένα δικό του χυτοσιδηρουργείο ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, γνωρίζοντας τον Κωνσταντίνο Βολανάκη, το Ρώμο Φιλύρα, το Σωτήρη Σκίπη , το Λάμπρο Πορφύρα και τον Παύλο Νιρβάνα, με τους οποίους συνδέθηκε στενά.

Πρώτο του βιβλίο «Ο Λαγκάς και άλλα διηγήματα», με το οποίο έδωσε ένα καινούργιο ύφος στη ρεαλιστική γραφή των κοινωνικών ομάδων. «Ο Βουτυράς, γράφει ο Γιάννης Β. Καρύτσας, έμεινε μακριά από την ατμόσφαιρα του σπουδαστηρίου και από τις συνταγές που δίνουν τα κάθε λογής «πνευματικά ιδρύματα». Ήταν γνήσιος λογοτέχνης, πηγαίος και από εκεί το έργο του αντλεί τη δύναμή του και διατηρεί, ανάμεσα σε τόσες νεωτεριστικές τάσεις και προτιμήσεις, θέση αδιαφιλονίκητη».

ΡΗΓΑΣ ΓΚΟΛΦΗΣ

Η καταγωγή του Δημήτρη Δημητριάδη ήταν από το Καρπενήσι, αλλά γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Η μητέρα του καταγότανε από την οικογένεια Δροσίνη, που συγγένευε με τους Παλαμάδες. Πρόκειται για τον γνωστό μας Ρήγα Γκόλφη, που γεννήθηκε το 1886. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ασχολήθηκε με τη συμβολαιογραφία, όπου ολοκλήρωσε την σταδιοδρομία του.

Από νωρίς έλαβε μέρος στη λογοτεχνική μαχητική ομάδα του «Νουμά», στα φύλλα του οποίου είναι διασκορπισμένο το έργο του. Στο «Νουμά» είχε την στήλη της κριτικής βιβλίου και θεάτρου, έγραψε όμως πλήθος άρθρων, μελετών, δοκιμιών και άλλων ειδών της λογοτεχνίας.

Τα ποιήματα του Ρήγα Γκόλφη διακρίνονται για την άψογη τεχνική αρτιότητα, ενώ οι επιδόσεις του στις προπαροξύτονες ρίμες είναι αριστουργηματικές. Προσέχει να είναι κοντά στη δημοτική παράδοση, γι΄ αυτό προσεγγίζει τον στίχο του με μουσικότητα, λυρισμό, τρυφερότητα και ειλικρίνεια. Είναι ποιητής με ελληνικό αίσθημα. Τα διηγήματά του απλά γραμμένα, συγκινούν και βρίσκονται στο μεταίχμιο λυρικής περιγραφής και ηθογραφικού ρεαλισμού. Όλα σχεδόν αποτελούνε προσωπικά βιώματα. Ο Γκόλφης ξάφνιασε τα πρώτα χρόνια της παρουσίας του στους λογοτεχνικούς κύκλους με το θεατρικό έργο του «Γήταυρος». Ήταν έργο με κοινωνικούς προβληματισμούς και συνέδεε την τέχνη με την κοινωνική ζωή. Πέθανε στην Αθήνα την 1η Ιανουαρίου 1958.

Ήτανε πικραμένος, διηγούνται όσοι τον γνωρίσανε. γιατί σπαταλούσε την ζωή του ανάμεσα σε χαρτιά και χαρτόσημα. Το εξομολογείται και ίδιος στην «Αυτοβιογραφία» του:

«Της φαντασίας το πέλαγο με το πανί σκίζω,

Με τη νοερή μου δύναμη ολοένα φυλακίζω

-χρόνια φευγάτα μου πικρά-

μες σε φτασίματα πικρά,

που αρχίζουν από ξεκινήματα μεγάλα.

Κλωνάρι απόμεινα άνανθο μέσα στα τόσα άλλα…

Και σκλάβος της ανημποριάς μαζί και θύμα,

Φταίστης εγώ στο κρίμα,

Γραφιάς και δούλος της ψευτιάς συναλλαγής,

Δίχως ελπίδα ανάσας ή αλλαγής,

Στεριώνω γύρω μου άχαρα της ζήσης μου τα ορόσημα

Σκυμμένος στα κιτρινιασμένα ατέλειωτα χαρτόσημα».

Άνοιξη

Καλώς τηνε τη λυγερή με το φιλί της νιότης.

Γης και καρδιά σε δέχουνται κι έτοιμες είναι γι΄ άνθη.

Όπου σταθείς παράδεισο κι όπου βρεθείς τραγούδι

Κι όπου το πόδι σου πατεί χαρά και πανηγύρι…

(Τραγούδια του Απρίλη)

Ακίδες

Πώς τραγουδάς παθητικά

Στο σβήσιμο της μέρας!

Φαντάσματα κι αερικά

Στο σπίτι της χιμαίρας.

Με τα παράθυρα ανοιχτά

Και τα μπαλκόνια του άδεια

Τραβά η φωνή σου στα ψαχτά

Να σπάσει τα σκοτάδια,

Να βγει σε πλάτη εκστατικά

Που ο νους φεγγίζει, αιθέρας.

Πώς τραγουδάς παθητικά

Στο σβήσιμο της μέρας!

Άσε με, Αννούλα

Άσε με, Αννούλα, να μεθώ με την πνοή του αγέρα μου,

Του πόθου τα γαρύφαλλα σιμά σου να μυρίζομαι,

Νάμαι για πάντα χαρωπός στα νιάτα και στα γέρα μου,

Τη θέρμη της λαχτάρας σου να μην αποχωρίζομαι.

Άσε με εσέ ν΄ αποζητώ σ΄ ό,τι καλό μου γίνεται

Και να πιστεύω πως μαζί σου η μοίρα αποχρυσώνεται.

Εσύ δεν είσαι η αντηλιά της ομορφιάς που σβήνεται,

Μα η καλωσύνη τ΄ ουρανού, που λέω ποτέ δε σώνεται.

(Λυρικά Χρώματα)

ΤΑΣΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ

Ο Τάσος Γιανναράς εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι σε ηλικία 13 χρονών, το 1933, όπου τέλειωσε το σχολείο -την Παλαμαϊκή Σχολή- και μετά, όσο σπούδαζε στη Γερμανία πήγαινε συχνά στο Μεσολόγγι, που θεωρούσε πατρίδα του. Στο Μεσολόγγι υπηρέτησε ως καθηγητής στην Παλαμαϊκή Σχολή από το 1952 ως το 1953, αλλά και «εδώ στο Μεσολόγγι, έχει ταφεί, έχει το μνήμα του», σημειώνει ο Σπύρος Κανίνιας. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός και γι΄ αυτό εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, που πολύ αγάπησε κι έγραψε γι΄ αυτό. «Περιπλανήθηκε στον κόσμο του Μύθου και αφουγκράστηκε τους θρύλους και τα παραμύθια». Ολόκληρο το ποιητικό του έργο, πρωτότυπο και μεταφραστικό, αλλά και φιλοσοφικές του μελέτες, στο Μεσολόγγι γραφτήκανε.[53] Ένα από τα σημαντικά έργα του Τάσου Γιανναρά είναι «ο Βασιλιάς Ανήλιαγος», η ιστορία του Κάστρου της Κυρά Ρήνης, στην Πλευρώνα, που γράψανε ο Νίκος Πολίτης, ο Γ. Δροσίνης (ποίημα, 1884), ο Ι. Πολέμης, ο Ν. Κατηφόρης και ο Δ. Χατζής, με ομότιτλα θεατρικά έργα.

«Ο Γιανναράς έπλασε με τον στίχο του την αιωνιότητα. Μελέτησε βαθιά το θάνατο και τον είδε σαν μια παλιννόστηση στην καθαρότητα της ύπαρξης και όχι σαν το ανεπανόρθωτο τέλος. Το φως και το σκοτάδι να αναβρύζουν από την ίδια αόρατη πηγή. Εκεί, δε φτάνει η φιλοσοφική σκέψη δίχως την ποίηση. Αυτή ήταν η μοναδική και στερνή επιθυμία.

«Φύσα, ναι φύσα πνοή του ανέκφραστου και μη μ΄ αφήνεις/

μόνο/ στον κόσμο αυτό τον άλαλο και το βουβό./

Φύσα πνοή του ανέκφραστου, κύλα βουή του Άδη./

και σπρώξε τα τραγούδια μου ως το στερνό το σύνορο/

ως την αόρατη πηγή που αναβράζει μαζί με το φως και το σκοτάδι».[54]

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΑΣΟΛΑΣ

Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1902 και πέθανε το 1991. Γιος του αρχιδιάκονου και αγιογράφου Δημητρίου Κασόλα. Ο Γεράσιμος Κασόλας είχε σπουδαίο ποιητικό έργο και ίδρυσε στο Μεσολόγγι τον Φιλολογικό Σύλλογο «Κωστής Παλαμάς».

Τ΄ αλλοτινά τραγούδια

Μου συνεπαίρνουν την ψυχή τ΄ αλλοτινά τραγούδια.

Ω! τι αηδονολαλήματα σε κόσμους με λουλούδια,

Τι αγάπης δάκρυα, τι έρωτες, τι θρύλοι, τι ιστορίες

Για ωραίες παιδούλες τρυφερές και ρεμβικές κυρίες

Που πέθαναν αφήνοντας μισοτελειωμένα

Τα εργόχειρα που κένταγαν, τα πιάνα τους κλεισμένα

Και τις κιθάρες τους βουβές που τώρ΄ αραχνιασμένες

Σ΄ έρμες σοφίτες κείτονται κάπου λησμονημένες.

Κι άφησαν σε λευκώματα λουλούδια, πεταλούδες,

Λείψανε απ΄ όνειρα γλυκά κι από ελπίδες φρούδες…

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Ο Γεώργιος Δροσίνης, γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1859 στην Αθήνα, αλλά ήτανε γόνος μεσολογγίτικης οικογένειας, για την οποία αισθανότανε υπερήφανος. Ο παππούς του Καραγιώργος έλαβε μέρος στην ΄Εξοδο του Μεσολογγίου, ενώ ο άλλος παππούς του από την πλευρά της μητέρας του, της πλούσιας χιώτικης εμπορικής οικογένειας των Πετροκόκκινων, πήγε με τον Δημήτριο Υψηλάντη για να λάβει μέρος στην Επανάσταση. Σπούδασε φιλολογία κ΄ ύστερα πήγε στη Γερμανία, όπου συνέχισε τις σπουδές του. Διηύθυνε μαζί με το Νίκο Πολίτη το περιοδικό «Εστία», που στον καιρό του έδωσε ώθηση στα ελληνικά γράμματα και προώθησε τους νέους λογοτέχνες. Έγραφε με το ψευδώνυμο «Αράχνη» και συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Μη χάνεσαι» και «Ραμπαγάς». Διετέλεσε διευθυντής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως στο Υπουργείο Παιδείας, οπότε ενήργησε για τη σύνταξη του Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης. Το 1913 έγινε Διευθυντής Γραμμάτων του ίδιου Υπουργείου, οπότε οργάνωσε την υπηρεσία και έφερε πολλές μεταρρυθμίσεις. Το 1926 έγινε ακαδημαϊκός. Ο Δροσίνης πέθανε σε ηλικία 92 χρονών. Το φθινόπωρο του 1951.

Ο Γεώργιος Δροσίνης μαζί με τους άλλους λογοτέχνες της γενιάς του 1880 έφεραν καινούργια μορφή και έκφραση στην ποίηση και την απαλλάξανε από το ρομαντισμό και την καθαρεύουσα. Οι στίχοι του είναι λεπτοί και κομψοί, «ποιητή ευαίσθητο» τον χαρακτηρίζει ο κριτικός Μάρκος Αυγέρης. Είναι στίχοι ευγενικοί και τρυφεροί, με γλώσσα απλή, δημοτική, περιγραφική και κατανοητή. Το ύφος του είναι απαλλαγμένο από περιττά στολίδια και φανερώνει τη νοσταλγία για μια ήσυχη και ειδυλλιακή ζωή.

Η Ανθισμένη αμυγδαλιά[55]

Εκούνησε την ανθισμένη αμυγδαλιά

με το χεράκι της

και γέμισ΄ από άνθη η πλάτη, η αγκαλιά

και τα μαλλάκια της.

Αχ, χιονισμένη σαν την είδα την τρελή

γλυκά τη φίλησα,

της τίναξα όλα τα΄ άνθη από την κεφαλή

κι΄ έτσι της μίλησα

- Τρελλή, να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά

τι τόσο βιάζεσαι;

Μόνη της θάρθει η άγρια βαρυχειμωνιά,

δεν το στοχάζεσαι;

Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά

τα παιγνιδάκια σου,

σκυφτή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά

και τα γυαλάκια σου.

(Ιστοί Αράχνης)

Οι αγάπες μου

Πώς μοιάζουν οι αγάπες μου με γιασεμιού λουλούδια,

λίγες στιγμές ανθίζουνε βαθειά μεσ΄ στην καρδιά

και πέφτουνε σκορπίζοντας για μόνη μυρωδιά

λίγα τραγούδια…

Πώς μοιάζουν οι αγάπες μου με γιασεμιού λουλούδια.

(Σταλακτίται)

ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΡΑΥΛΑΝΤΩΝΗΣ

Ο Αντώνης Τραυλαντώνης (1867-1943) γεννήθηκε στο Μεσολόγγι και στην Παλαμαϊκή Σχολή, ήτανε συμμαθητής με τον Κώστα Χατζόπουλο. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έγινε καθηγητής μέσης εκπαιδεύσεως. Εξελίχθηκε σε γυμνασιάρχη, επιθεωρητή και εκπαιδευτικό σύμβουλο. Λόγω της εργασίας του έζησε σε πολλές επαρχιακές πόλεις, όπου ήτανε καθηγητής. Τα τελευταία χρόνια έζησε στην Αθήνα σ΄ ένα ταπεινό σπίτι στου Ζωγράφου με περιβόλι, χωρίς ηλεκτρικό, μόνος και ολιγαρκής. Σ΄ όλη του την ζωή ο Αντώνης Τραυλαντώνης έμεινε ένας ταπεινός άνθρωπος, ένας δειλός επαρχιώτης.. Περιέγραψε στα έργα του με ενάργεια την ζωή της επαρχίας, που είχε γνωρίσει πολύ καλά. Στην επαρχία παρατηρούσε τους ανθρώπους και τις συνήθειες τους, που περιέγραψε με πολύ ακρίβεια στα διηγήματά του. Πέθανε στην Κατοχή, στις 17 Ιανουαρίου 1943, ανήμερα τη μέρα της γιορτής του –του Αγίου Αντωνίου-, άρρωστος στον «Ευαγγελισμό». Στο διπλανό δωμάτιο νοσηλευότανε ένας άλλος μεγάλος μεσολογγίτης ποιητής, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, που πέθανε ένα μήνα αργότερα. Κι ακολούθησε ο Κωστής Παλαμάς!

Ο Τραυλαντώνης, επειδή έζησε στην επαρχία, γνώριζε από κοντά την ατμόσφαιρά της και τους ανθρώπους της. Αναβίωσε με παραστατικότητα και αλήθεια τον Έλληνα επαρχιώτη. Παρατηρητικός, οξυδερκής και λυρικός δίνει με αφηγηματικότητα τη «χαμοζωή που λιμνάζει στα αμετακίνητα νερά της προπολεμικής επαρχίας». Τις πρώτες του λογοτεχνικές δημιουργίες ο Τραυλαντώνης τις δημοσίευσε στα περιοδικά «Παρνασσός», «Εθνική Αγωγή», «Εκπαιδευτικά Χρονικά» κ.ά. Κυκλοφόρησε πολλά βιβλία, αλλά τα περισσότερα έργα του έμειναν ανέκδοτα! Οι πραγματείες του για τον Ψυχάρη, τον Καρκαβίτσα, τον Ερωτόκριτο, το Μένανδρο είναι από τις καλύτερες.[56] Όπως και οι άλλοι λογοτέχνες της εποχής του ο Τραυλαντώνης ξεκίνησε γράφοντας στην καθαρεύουσα, αλλά γρήγορα έγινε πιστός οπαδός της δημοτικής γλώσσας, ντύνοντας το έργο του με το δικό του γλαφυρό ύφος. Τα διηγήματά του έχουν ηθογραφικό χαρακτήρα και μόνο του μυθιστόρημά του "Λεηλασία μιάς ζωής" έχει κοινωνικό περιεχόμενο.

Ο ηθογράφος Τραυλαντώνης

Στη μελέτη μας για τους λογοτέχνες της Αιτωλίας και ειδικότερα του Μεσολογγίου, συναντήσαμε τα γραφτά του Αντώνη Τραυλαντώνη. Ο παραμελημένος αυτός μεσολογγίτης λογοτέχνης, ήτανε στην εποχή του ένας από τους κορυφαίους ηθογράφους, γεγονός που είχαν αναγνωρίσει όλοι οι σύγχρονοί του: Παλαμάς, Παπαδιαμάντης κ.ά.

O Τραυλαντώνης είχε δύο λογοτεχνικά προσόντα, την ηθογραφία και την ψυχογραφία. Με την πρώτη ιδιότητά του περιέγραφε τους ανθρώπους, τα γεγονότα μ΄ αυτούς ή γύρω απ΄ αυτούς στην κοινωνία του ΙΘ΄ αιώνα και μετά, τα ήθη, τα έθιμα, τις καταστάσεις και τις συνήθειές τους. Με τη δεύτερη έμπαινε στην ψυχή των ηρώων του, αξιολογώντας την συμπεριφορά τους και τα φερσίματά τους.

Χαρακτηριστικό δείγμα είναι ο «Κοψοπόδαρος», ένα από τα πολύ ωραία γνωστότατα διηγήματά του.

  • Ο Κοψοπόδαρος είναι δάσκαλος, ξερακιανός, στεγνός, δύσκολος, ακοινώνητος, τσιφούτης και περίγελος των ανθρώπων του χωριού όπου υπηρετεί. Κανένας δεν τον συμπαθεί, αλλά ούτε κι αυτός έχει σχέσεις με τους ανθρώπους, ούτε αγαπά κανένα. Είναι κλεισμένος στον εαυτό του και στις παραξενιές του. Οι περιγραφές του Κοψοπόδαρου δασκάλου και τα γύρω απ΄ αυτόν αποτελούν ηθογραφία.

Αργότερα έρχεται στην ζωή του Κοψοπόδαρου η Κούλα. Πρόκειται για μια μαθήτριά του τρυφερή, ωραία, στην οποία παραδίνει ιδιαίτερα μαθήματα. Η επαφή μαζί της τον κάνει αμέσως διαφορετικό. Η Κούλα επηρεάζει το δάσκαλό της, τον μεταμορφώνει από τσιγκούνη σε απλόχερη, από ιδιότροπο και μονόχνοτο σε κοινωνικό και προσηνή, μεταβάλλεται ο χαρακτήρας του σ΄ ένα εξυπηρετικό και ευγενικό άνθρωπο που προσεγγίζει τους κάτοικους του χωριού. Εδώ ο Τραυλαντώνης γίνεται ψυχογραφικός.

· Η ψυχογραφία του Τραυλαντώνη –που τη συναντάμε όλο το έργο του- προσεγγίζει τους ανθρώπινους χαρακτήρες αναλύοντας την ψυχή τους και εξηγώντας τη συμπεριφορά τους. Ο δάσκαλος Κοψοπόδαρος ήτανε ένας κακότροπος άνθρωπος γιατί ζούσε μόνος, χωρίς φίλους και συγγενείς, ήτανε άγαμος και ανέραστος, δεν είχε αγαπήσει και δεν είχε αγαπηθεί. Έτσι στέγνωσε η καρδιά του και έγινε ένας στρυφνός άνθρωπος. Όταν συνάντησε την Κούλα μπήκε η αγάπη στην καρδιά του. Η Κούλα μετάβαλλε τον δάσκαλό της σ΄ ένα αγαπητό άνθρωπο, γιατί ο ίδιος γνώρισε την αγάπη. Το έργο του Τραυλαντώνη κατέχεται απ΄ αυτά τα χαρακτηριστικά, που σήμερα δεν τα συναντάμε εύκολα στα λογοτεχνικά έργα των σύγχρονων συγγραφέων. Και φυσικά ο Τραυλαντώνης ήτανε επηρεασμένος από την ίδια τη δική του ζωή.

Θυμηθήκαμε τον Τραυλαντώνη, γιατί συνήθως τον ξεχνάμε. Τον Ιανουάριο, ανήμερα της γιορτής του, του Αγίου Αντωνίου του 1943, πέθανε στον «Ευαγγελισμό», έντεκα μέρες αργότερα, στο ίδιο νοσοκομείο, έφυγε ο Μιλτιάδης Μαλακάσης κι ένα μήνα αργότερα ο μεγάλος Παλαμάς.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Περικλής Γιαννόπουλος ήτανε γιος γιατρού από το Μεσολόγγι. Εγκαταστάθηκε στην Πάτρα. Οι Γιαννοπουλαίοι ήτανε μεγάλη μεσολογγίτικη οικογένεια και ο Αναστάσιος Γιαννόπουλος ήταν εκείνος που αναβίωσε την εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά», σε μία προσπάθεια να εκδοθεί και πάλι στο Μεσολόγγι η εφημερίδα του Μάγερ. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1869 και πέθανε το 1910. Η μητέρα του λεγότανε Ευδοκία Χαιρέτη και καταγότανε από την Κωνσταντινούπολη. Μπήκε στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, αλλά δεν συνέχισε σπουδές, τις οποίες προσπάθησε να ολοκληρώσει στο Παρίσι. Ο μποέμικος βίος του, αφιερωμένος στις διασκεδάσεις, δεν τον αφήσανε να τελειώσει τις ιατρικές του σπουδές. Στο μεταξύ η υγεία του κλονίστηκε και αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, οπότε υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Αθήνα. Ερχόμενος στην ελληνική πρωτεύουσα γνώρισε για πρώτη φορά από κοντά την αθηναϊκή φύση από την οποία γοητεύθηκε. Άρχισε να κάνει εκδρομές για να επισκεφτεί όλους τους αρχαιολογικούς χώρους και να θαυμάσει το αττικό τοπίο. Κυριεύτηκε από ακραίο θαυμασμό για κάθε αρχαιοελληνικό. Ανακάλυψε έτσι την ελληνική γη, που θαύμαζε και λάτρεψε. Επηρεασμένος από τη νέα του αυτή κλίση, ο Περικλής Γιαννόπουλος αποφασίζει να γίνει ο αισθητικός οδηγός των Ελλήνων, μιμούμενος τον Ράσκιν, που είχε γίνει παλιότερα ο αισθητικός οδηγός των Άγγλων!

Ο Περικλής Γιαννόπουλος ήτανε πνεύμα σατυρικό και διέθετε οξύτητα στην πέννα του. Άρχισε να γράφει στις εφημερίδες και στα περιοδικά, προπαγανδίζοντας την ελληνική γη και κάνοντας πόλεμο σε κάθε ξενόφερτο και ιδίως στον «ευρωπαϊσμό». Ο Περικλής Γιαννόπουλος αποκαλούσε ευρωπαϊσμό κάθε άσχημο, που συναντούσε στην αθηναϊκή κοινωνία και κατά την γνώμη του έπρεπε να απαλλαγεί η Ελλάδα. Αυτή η άποψή του τον συνέδεσε με τον Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος ήταν αντίθετος σε κάθε ξενόφερτο από την εσπερία. Πρότεινε τη δημιουργία ενός νέου ελληνικού πολιτισμού. Σε μία περίοδο της ζωής του γνωρίστηκε και συνδέθηκε με το Νίκο Καζαντζάκη και τον Άγγελο Σικελιανό.[57]

Για να πληροφορηθούν τις απόψεις του οι συνέλληνες ο Περικλής Γιαννόπουλος έκδωσε την «Έκκλησιν προς το Πανελλήνιον Κοινόν», με την οποία ζητούσε να δημιουργήσουν οι Έλληνες ένα νέο ελληνικό πολιτισμό. Το Κοινό όμως δεν ανταποκρίθηκε στην έκκλησή του, οπότε ο Περικλής Γιαννόπουλος έκαψε τα έργα του και τα ανέκδοτα χειρόγραφά του. Ο θησαυρός του αυτός που χάθηκε –πολύ λίγα έχουν διασωθεί- αναφερότανε στα εθνικά ιδανικά και τις εθνικές επιδιώξεις, στην ελληνική αρχιτεκτονική και την ποίηση. Μετά την εξαφάνιση της πνευματικής αυτής περιουσίας ο Περικλής Γιαννόπουλος αυτοκτόνησε με περίστροφο, ιππεύοντας ένα λευκό άλογο μέσα στη θάλασσα, λίγα μέτρα από την παραλία της Ελευσίνας!

Το θάνατό του θρηνήσανε ποιητικά ο Κωστής Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, η Μυρτιώτισσα, ο Ίων Δραγούμης και πολλοί άλλοι διανοούμενοι της εποχής.

Ο Κωστής Παλαμάς:

Πάει κι ο Αντίνοος[58] έφηβος κι ο πιο λαμπρός που ζούσε

Με το όραμα ημερόφαντον ανάστασης ως πέρα

μιας ομορφιάς ελλήνισσας απάνου από λόγια

και που γοργά τη ζήση του που ζούσε ανάμεσά μας,

και ξαφνικά, την τράβηξε μες από μας και φεύγει.

Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης[59] (για να σταθούμε μονάχα στους Μεσολογγίτες ποιητές):

Τώρα σ΄ ευλάβεια μνήμη, ω Απολλώνιε ζήσε,

Νέος μαζί κι αρχαίος –μια λύπη, μια χαρά-

Σαν απ΄ τον Πραξιτέλη μαρμάρινος να είσαι

Και σαν ζωγραφισμένος απ΄ τον Άη-Γκανταρά.

Το 1938 ο Γ. Κατσίμπαλης[60] συγκέντρωσε τα λείψανα της σπουδαίας πνευματικής παραγωγής του Περικλή Γιαννόπουλου και τα έκδωσε σ΄ ένα ογκώδες τεύχος του περιοδικού «Ελληνικά Γράμματα».

Η ρητορική και δογματική παραγωγή του Περικλή Γιαννόπουλου ήταν θυελλώδης και αιρετική για πολλούς.

Να ένα μικρό δείγμα των απόψεών του:

«Το φύσει φύσεως τελείας ελληνικόν ζώον ανήλθεν εντελώς εις τον τύπον άνθρωπος κατά την παλαιάν μας εποχήν και εις τον τύπον τέλειος άνθρωπος-θεός. Ο αρχαίος Ελληνισμός έθιξε το θείον πλάσας τας Αθήνας. Εδώ…ημείς οι ίδιοι ερχόμενοι από τα απειράριθμα Αιώνια Ελληνικά Γένη, πολυειδείς και πολύμορφοι, εσυγκεντρώθημεν, ηνώθημεν και επλάσαμεν νέον Γένος, το: Αθηναϊκόν…Αι θεουργικαί θρησκείαι όλαι ανεξαιρέτως είναι δευτερεύουσαι…Οιαδήποτε δογματική θρησκεία, μη δεχομένη να συνυπάρχη υπό την ανωτέραν αυτήν, την πνευματικώς πανελευθέραν, είναι απλώς ανήθικος….Ημείς θέτομεν τα θεμέλια των ανθρωπίνων πολιτισμών. Είμεθα ο τρελλός έφηβος, ο όλος φως, χαρά, ορμή, έρως…Είμεθα ο ποιητής, ο ψάλτης, ο μάντις…θίγομεν τας ακρότητας του Ζώου «Άνθρωπος» με διαίσθησιν και διόρασιν…Οι Έλληνες που εξηνθρώπισαν την Οικουμένην, θα την εξανθρωπίσουν και πάλιν»!

Έργα του: Η ελληνική γραμμή, Το ελληνικό χρώμα, Νέον πνεύμα κ.ά.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ

Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1836 και πέθανε στην Αθήνα το 1905. Ο Αντώνης Αντωνιάδης υπηρέτησε για χρόνια φιλόλογος-γυμνασιάρχης στο Μεσολόγγι. Μελέτησε την ιστορία του και έγραψε ένα σημαντικό ποίημα με τίτλο «Μεσολογγιάς». Περιγράφει έμμετρα μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα την τραγωδία της τελευταίας μεγάλης πολιορκίας του Μεσολογγίου, με πολλά τα γεγονότα και πολλές λεπτομέρειες για τα τους πρωταγωνιστές της Εξόδου, όχι χωρίς ανακρίβειες που τις κληρονόμησε από την προφορική παράδοση.. Έγραψε 89 δράματα και ποιήματα (33 τραγωδίες ιστορικού περιεχομένου, 6 κωμωδίες, 4 ιστορικά έπη στα οποία εξιστορούνται οι αγώνες ανάκτησης της Ελευθερίας, πολλά διδακτικά βιβλία και πολυάριθμα λυρικά ποιήματα δημοσιευμένα σε περιοδικά., μεταξύ των οποίων Μεσολόγγι-Κλείσοβα και Μάρκος Μπότσαρης. Σημαντική λογοτεχνική μεσολογγίτικη παρουσία. Καλόν είναι όσοι συμβουλεύονται το ιστορικό δράμα «Μεσολογγιάς» του Αντώνη Αντωνιάδη, να ελέγχουν την ιστορική τους ακρίβεια, πριν χρησιμοποιήσουν τα στοιχεία που περιλαμβάνει.

Ανεξάρτητα από την ακρίβεια ή όχι των στοιχείων, η Μεσολογγιάς είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο, τα στοιχεία της οποίας ο Αντώνιος Ι. Αντωνιάδης συγκέντρωσε προς το τέλος του 19ου αιώνα (1876) στο Μεσολόγγι, όπου υπηρετούσε ως φιλόλογος-γυμνασιάρχης προφορικά στοιχεία, από τις παραδόσεις της ιερής πόλης και θέλησε να τις μεταδώσει «εις το έθνος ημών».[61]Ο συγγραφέας εξηγεί στον πρόλογο πώς συγκέντρωσε τα στοιχεία από διηγήσεις των γερόντων, οι οποίοι «διηγούνται μετά δικαίας υπερηφανείας πώς οι Μεσολογγίται πυροβοληταί εσάρωνον τους βαρβάρους με τας βόμβας, ή εναγκαλιζόμενοι τον ανθρωποκτόνον σίδηρον, έθετον πυρ εις υπονόμους και ενεπήδων μετά των αλλοφύλων εις τον αέρα, πώς αι βολαί του Μακρή ουδένα βόμβον απετέλουν εις τας παχείας των βαρβάρων κρυπτόμεναι σάρκας, και πώς οι περί τον Τζαβέλλαν Σουλιώται ερύθραινον τα ήρεμα της λιμνοθαλάσσης κύματα, εξορμώντες εκ της Κλεισόβης με γυμνήν την ρομφαίαν. Γυναίκες δ΄ αλλαχόθι πολιότριχες, υπό των θλίψεων του παρελθόντος μόλις δυνάμεναι να κρατήσωσι τους οδυρμούς και τα δάκρυα, δεικνύουσι τα αλμυρά της γης χόρτα, με τα οποία έτρεφον τότε τους παίδας»…

Παραθέτουμε απόσπασμα πολύ χαρακτηριστικό από τη συνάντηση των πρεσβευτών του Ιμπραήμ Πασσά προς τους Μεσολογγίτες, με πρόταση να εγκαταλείψουνε τον Μεσολόγγι και να αποχωρήσουν ελεύθεροι. Μετά από λεπτομερή περιγραφή των συμβαινόντων στο Μεσολόγγι εκείνη την ώρα και την υποδοχή των χρυσοποίκιλτων Τούρκων, οι οποίοι είδανε γενναιόψυχους άντρες από το Σούλι, την Ήπειρο, τον Μωριά, τα Κράβαρα, το Ξηρόμερο, το Βάλτο, «Βούλγαρους και Βυζαντινούς, Σμυρναίους, Κεφαλλήνες, κατοίκους των Κυδωνιών και της Αγίας Μαύρας, ή Ζακυνθινούς και μακράν του Αιγαίου ναύτας, κι΄ ολίγους Κρήτας»… ο συγγραφέας λέει:

«Νυν δ΄ έπαυσεν η κίνησις των οπλιτών Ελλήνων

κι΄ ο φόβος ο καταλαβών των Τούρκων την καρδίαν,

κατά μικρόν δ΄ ανέλαβον το θάρρος κι΄ ούτως είπον,

«Ω, Κότσικα, περίφημε εις σύνεσιν κι΄ ανδρείαν,

τοιαύτα προς τους Έλληνας μηνύει ο ΜπραΊμης,

μη θέλων αίμ΄ ανθρώπινον να χύνεται ματαίως,

τα πυροβόλα βέβαια θα είδετε τα νέα,

και τους στρατούς τους εις πολλάς εξησκημμένους μάχας,

ελπίδα δε μη έχετε καμμίαν ότι μέλλει

ο στόλος πλοία με τροφάς ναφήση να περάσουν,

απεσταλμένους πέμψατε γνωρίζοντας την γλώσσαν

των Ευρωπαίων, δι΄ αυτών να κάμωμεν συνθήκας».

Είπον, στιγμήν δ΄ ο Κότσικας δεν έχασεν, άλλ΄ είπεν,

"Προς τον Μπραϊμην απαντούν οι Έλληνες τοιαύτα,

τα πυροβόλα είδομεν τα νέα και την τάξιν,

ην έχουσι τους Άραβες διδάξη Ευρωπαίοι,

πλην όπλα έχομεν ημείς υπέρτερα ενταύθα,

έχομεν στήθη μαχητών εις μάχας ατρομήτων,

και φρούριον την εις Θεόν ακλόνητόν μας πίστιν.

Ξένων γλωσσών δεν είμεθα ειδήμονες διόλου,

Γιγνώσκεις γλώσσαν η φρουρά, των όπλων της την γλώσσαν,

Ας έλθη ταύτην προς ημάς αν θέλη, να λαλήση.

Απέλθετε, κι΄ αν αληθώς τιμάτε την ανδρείαν,

Αγγείλατε τι είδατε, και τις σας έχουν είπη».

Είπε κι΄ απήλθον πάραυτα οι πρέσβεις, επομένου

Οπίσω σώματος μικρού Ελλήνων οπλοφόρων».[62]

.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (1866-1923), γεννήθηκε στα Λεχαινά της Ηλείας. Έζησε μερικά χρόνια στο Μεσολόγγι, όπου υπηρέτησε ως γιατρός. Εκεί έγραψε και τον «Ζητιάνο», που εμπνεύστηκε από τις επισκέψεις του στα χωριά της περιοχής. Στα πρώτα χρόνια ασχολήθηκε και με την ποίηση. Αυτή η πλευρά του λογοτέχνη είναι άγνωστη, καλύφτηκε από το πεζογραφικό του έργο, που κορωνίδα του είναι τα διηγήματα «Λόγια της Πλώρης», αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για αριστούργημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, έργο πρωτότυπο γεμάτο καημούς, υποστηρίζει ο Μίλτος Μαλακάσης. Κάποιος αναφέρει ότι τα «Λόγια της Πλώρης», είναι η δόξα της δημοτικής πεζογραφίας, και τις «Παλιές Αγάπες». Στην Αθήνα ήταν ο συχνότερος επισκέπτης του σπιτιού του Κωστή Παλαμά. Εκεί σύχναζε, εκεί έτρωγε, εκεί τον περιποιότανε η γυναίκα του ποιητή, Μαρία, και ο Καρκαβίτσας μάθαινε κοντά στο δάσκαλο, τον Κωστή Παλαμά. Είναι από τους μεγαλύτερους ηθογράφους πεζογράφους και από τους θεμελιωτές του ρεαλισμού στη λογοτεχνία μας. Ο Κωστής Παλαμάς έλεγε ότι ο Καρκαβίτσας ήταν ανώτερος από τον Παπαδιαμάντη και δεν πήρε τη θέση που του έπρεπε. Εμφανίστηκε στα γράμματα από την ηλικία των είκοσι χρονών, γράφοντας σε περιοδικά με το ψευδώνυμο Πέτρος Αβράμης. Τα πρώτα του έργα είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα, αλλά μετά την εμφάνιση του κινήματος του Γιάννη Ψυχάρη στράφηκε στη δημοτική. Το 1892 δημοσιεύτηκε η πρώτη του συλλογή με τίτλο «Διηγήματα» και το 1896 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Λυγερή», γραμμένο στην καθαρεύουσα. Στον πρόλογο καταδικάζει την καθαρεύουσα γράφοντας, ότι «είναι γλώσσα μπαλσαμωμένη…,σου παγώνει τον ενθουσιασμό, σου κόβει τη δύναμη, σου αλλάζει το αίσθημα». Χρησιμοποίησε τη δημοτική γλώσσα υποδειγματικά, ζωντανά και παραστατικά. Με πολύ ρεαλισμό και ακρίβεια περιγράφει τα ήθη και τα έθιμα, τις συνήθειες και τις προλήψεις του ελληνικού χωριού, την αγροτική και τη θαλασσινή ζωή. Το έργο του πλούσιο σε λαογραφικό υλικό, αποτελεί και την ιδιαίτερη αξία του. Το 1916 φυλακίστηκε στη Θεσσαλονίκη για την δράση του εναντίον του Βενιζέλου. Πέθανε σε ηλικία 56-57 χρονών, στο σανατόριο της Πεντέλης από φυματίωση. Είναι θαμμένος από το 1923 στο κοιμητήριο του Αμαρουσίου.

Δείγματα της ποιητικής δημιουργίας του είναι το ποίημα «Μελαγχολία», που είναι γραμμένο στο ύφος του δημοτικού τραγουδιού και το «Εκείνη»:

Μελαγχολία

Άργησε, άστρι, να φανείς στο θλιβερό ουρανό μου,

τώρα χειμώνας πλάκωσε, τώρα τα χιόνια κλώθουν,

τα περιστέρια πέταξαν κι΄ έρχονται τα κοράκια

κι΄ αυτό το αίμα της καρδιάς παίρνει να κρουσταλλιάζει.

Απέραγο το πέλαγο που μας χωρίζει. Αγάπη!

Για σε φυτρώνουν πασχαλιές για μένα κυπαρίσσια,

εσύ στη θύρα φαίνεσαι κι εγώ από τη θύρα βγαίνω,

βρίσκεσαι στην Ανατολή κι εγώ τραβώ στη Δύση.

Χαρά σ΄ εσένα, λυγερή, κι αλοίμονο σε μένα!

Εκείνη

Μού ΄πες πως θα πας ν΄ αναπαυθής ΄ς το μνήμα.

Και μου φάνηκε πως ήρθε ένα κύμα..

Κύμα γαλανό και κύμα αφρισμένο

Και με έσυρε βαθειά, αγριεμένο…

- Στάσου, κύμα μου, -του είπα- που με φέρεις;

- Σ΄ την αγάπη σου –μου λέγει- πώς; δεν θέλεις;

- Θέλω, πήγαινε, ΄ς τα τάρταρα κατέβα

Κι΄ αν δεν την ευρής ευθύς τότε ανέβα

Εις τα σύγνεφα, ψηλά, εις τον αιθέρα,

΄Σ τον αυγερινό, το λαμπερό αστέρα.

Τέτοιο πρόσωπο, σαν τη δική μου φίλη,

Δεν θα κατοική΄ς τη γη εδώ, ΄ς την ύλη.

Θέλει σύγνεφα και καθαρό αέρα,

Με τον άγιο να βρίσκεται Πατέρα,

Να του τραγωδή με τους αγγέλους μία,

Μία υψηλή και θεία μελωδία…

Τόρα εννοείς τι θε να΄ πώ βεβαίως.

Πως όπου κι΄ αν πας θα ΄σ΄ ακλουθώ ευθέως

Κι΄ αν εκεί εμβής, βαθειά, ΄ς το κρύο μνήμα

Τότε ης ζωής κόπτω κ΄ εγώ το νήμα

Κι΄ έρχουμα μαζή να σφικταγκαλιασθούμε

Με χείλη κολλητά εκεί ν΄ αναπαυθούμε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ

( Απόσπασμα από τη «Θυσία»,

από τις «Παλιές Αγάπες» του Ανδρέα Καρκαβίτσα).

Ο Γιάννης Γούναρης έσωσε το Μεσολόγγι, όταν ειδοποίησε τους μεσολογγίτες ότι ο Βρυώνης θα έκανε επίθεση ανήμερα των Χριστουγέννων, στις 25 Δεκεμβρίου 1822, όταν θα βρισκόντουσαν στην εκκλησία. Ο Γιάννης Γούναρης πλήρωσε με την ζωή του, αυτός και η οικογένειά του, την «προδοσία» του, που ήταν, όμως, υπέρτατη θυσία πατριωτικής πράξης.[63] Τη «Θυσία» του Γιάννη Γούναρη αποθανάτισε στη συλλογή διηγημάτων «Παλιές Αγάπες» ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο οποίος μας δίνει με λογοτεχνική μαεστρία το ιστορικό της σωτηρίας του Μεσολογγίου:

« Ο Γιάννης Γούναρης από χρόνια δούλευε στο σπίτι του Ομέρ Βρυώνη. Ήταν κυνηγός του. Στα Γιάννενα στόλιζε συχνά το τραπέζι του Πασά με το κρέας του αγριογούρουνου και του αλαφιού, με τα΄ αβρά στηθούρια των παπιών και των κοτσύφων. Και τώρα μέσα στου στρατόπεδου την ανήμερη ζωή, τον έτρεφε με λαγούς κι αγριοπούλια, όσα δεν έδιωξε μακρυά του πολέμου η ταραχή και των αρμάτων ο σάλαγος. Μα ο Τούρκος, για να τον έχη πιστόν του δουλευτή, κράτησε στην Άρτα τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά Η γραμματαλλαγή δεν ήταν δύσκολη. Το ασκέρι, κατεβαίνοντας από την Ήπειρο στο Μεσολόγγι, σαν γοργοπόταμο σάρωσε κάθε ταμπούρι επαναστατικό. Τα πρωτάτα έφυγαν είτε ακολούθησαν απελπισμένα τον καταχτητή, τα χωράφια κάηκαν, όσοι αντιστάθηκαν έπεσαν νεκροί, όσοι δειλοί χώθηκαν στου δάσους τις κρυψώνες και των θεριών τις μονιές. Τώρα καταυλισμένο κατακαμπίς, έχει αμπόδιστα τις τροφές και τα πολεμοφόδια και τη γραμματαλλαγή του από πάνω. Και ο κυνηγός είναι ήσυχος.

«…- Μη φοβάσαι, μπράτιμε, είπε ο Αρβανίτης σαν άκουσε καλά τ΄ όνειρο. Τα παιδιά σου δεν παθαίνουν τίποτα. Το φίδι φίλος είνε, τα παιδιά σου φίλος τα φυλάει. Μη φοβάσαι.

Ο Γούναρης κούνησε το κεφάλι.

- Τι φίλος που πήγε να τα χάψη, αγά μου! Είπε ανατριχιάζοντας ως το κόκκαλο.

- Σώπα και θα ιδής γλήγορα. Αύριο-μεθαύριο ξεμπερδεύει κι αυτό. Γροίκα το μυστικό. Πάψανε πια τα ψώματα, τα καπάκια των Ρωμιών δεν περνάν στους Αρβανίτες. Το είπαμε ορθά-κοφτά στους πασάδες. Ή παίρνουμε σύνωρα το κάστρο ή το στρίβουμε. Δε θα σαπίση στο βάλτο η παλληκαριά της Γκεκαριάς. Όχι!

Αγαναχτισμένος έφτυσε δυό-τρεις φορές χάμω κ΄ έπειτα ξακολούθησε, με θυμό:

- Μεθαύριο θαμπά, κάνουμε το γιουρούσι. Έχουνε Χριστούγεννα κ΄ οι ραγιάδες θα βρίσκονται ούλοι στις εκκλησιές. Το κάστρο είναι αφύλακτο και το παίρνουμε στο φύσημα. Δε λέω πως είνε καλά έτσι, δεν είνε παλληκαριά και δεν πρέπει στους Αρβανίτες. Μα οι πασάδες δε θεν, τι να γένη;

« Ο Γούναρης ολόρθος μέσα στη σκηνή, έχει μαργωμένο το σώμα κι άθυμη την ψυχή. Οχτακόσιοι Αρβανίτες, διαλεχτοί όλοι, ορμητικοί σαν δρόλαπας βγήκανε με το σπαθί στα δόντια. Τώρα κείτονται κρυμμένοι στις βουρλιές, δίπλα στο χάντακα, οργυές μόλις μακρυά από τα τείχη. Δεν περιμένουν παρά το σύνθημα, και τότε θα τιναχτούν σαϊτόφιδα να κολλήσουν απάνω τους. Θα βρούνε τάχα εκεί τους χριστιανούς; Τον πίστεψε ο γραμματικός; Κάτω στο περιγιάλι που γύριζε, είδε άξαφνα ένα προιάρι. Ο γραμματικός του Μακρή κατέβαινε από τ΄ Αντελικό στο Μεσολόγγι. Έβγαλε το μαντήλι, νόημα του έκαμε να ζυγώση, μα κείνος όλο και κατέβαινε. Δεν ήθελε να πιστέψη πως φρόντιζε για το καλό της πατρίδας. Και σαν έκαμε τον σταυρό του και ξεμυστηρεύτηκε, εκείνος έφυγε χωρίς ούτε «γειά σου» να του ειπή. Και είχε δίκιο, το γνώριζε πως είχε δίκιο. Με τι χείλη να χαιρετίση ο πολεμιστής ομόφυλο, που βρίσκεται τέτοιες μέρες στο ασκέρι του εχτρού! Με τι καρδιά να πιστέψη σε άνθρωπο, που στρώνει ακόμη την τάβλα του Πασά, εκεινού που έρχεται να πνίξη την πατρίδα στο αίμα και τη σκλαβιά;

- Αλίμονο αν δε με πίστεψε!…αλίμονο!…ψιθύρισε ταπεινός και δακρυσμένος.

«…Ο Γούναρης στέκει βουβός κι αφανισμένος.. Τρέμει το πείσμα του εχτρού και τη δύναμη. Ως πότε θα βαστήξουν; Τ΄ αδύνατα εκείνα τείχη, οι χωματένιοι σωροί πώς θα κρατήσουν την ανθρωποπλημμύρα, που όλο δυναμώνει και βροντομαχά επάνω τους!

΄Αξαφνα κάτω από την αχνή λάμψη της αυγής, βλέπει τους σπαχήδες να σκορπούν πίσω, σαν καβαλλάροι σατανάδες. Γύρισε αριστερά, το ίδιο. Στη Μεγάλη Τάπια και σ΄ όλο το προτείχισμα κυματίζει η ελληνική σημαία και χαιρετίζει του ήλιου την ανατολή. Και δώθε, πέρ΄ από το χάντακα, οι Έλληνες, με γυμνά σπαθιά κ΄ αιματοβαμμένη φουστανέλλα κυνηγούν στις σκηνές ανάμεσα τους εχτρούς. Φεύγουν οι Σκιπετάρηδες! Πιστόλες βροντούν, κορμιά κείτονται, «ράι» αντηχούν κι αλαλαγμοί και σφυρίγματα! Κι ανάμεσα στην άγρια βουή η κλαγγή σαν φωνή ουρανόσταλτη:

- Γκλαν-γκλαν! Γκλαν-γκλαν! Γκλαν-γκλαν!…

Ο Γούναρης έκανε τον σταυρό του.

- Α! μωρέ προδότη, χαίρεσαι τώρα! βρόντηξε κοντά του η φωνή λυσσασμένη.

Και φάνηκε αγριοπρόσωπος ο Αλή αγάς, ο φίλος του. Το βόδι το μανό, έσερνε ακόμη το ζυγό στον τράχηλο, όπου τον έσπρωχνε η βουκέντρα του ζευγολάτη. Ένιωσε πως δεν ακολουθούσε ο σύντροφος, πως άλλαξε το δρόμο του. Το ΄νιωσε και ρίχτηκε να τον κερατίση. Μα ο ραγιάς χύθηκε απάνω, τον έσφιξε στα μπράτσα και κυλίστηκε μαζί του χάμω. Κ΄ εκεί που ο Αρβανίτης, ξαφνισμένος για τη δύναμη του ταπεινού σταυραδερφού, λάχτιζε τη γη και μόλυνε τον αέρα με τις βλαστήμιες, γοργός ο Γούναρης του πήρε το γιαταγάνι και του το βύθισε στα στήθη του.

- Άπιστο σκυλί, ως πότε! Βρυχήθηκε.

Και τράβηξε κατά την πόλη ρίχνοντας με περιφρόνηση στο στρατόπεδο το κεφάλι του Αλή αγά, σαν νά ΄ριχνε κακή παρασαρκίδα από πάνω του».

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ

Ο ποιητής Ιωάννης Γρυπάρης (γεννήθηκε στη Σίφνο στις 14 Ιουλίου 1870 και πέθανε το 1942) έζησε δυό χρόνια στο Μεσολόγγι ως γυμνασιάρχης. Επηρεάστηκε, όπως κι άλλοι από το πνεύμα της πόλης, από το περιβάλλον και τις λογοτεχνικές επιδόσεις. Ήταν φίλος του Γιάννη Βλαχογιάννη, με τον οποίο συνδεότανε στενά. Ο Γρυπάρης συμφιλίωσε την ελληνική ποίηση με τον παρνασσισμό, με το συμβολισμό, έχοντας τη δική του σφραγίδα με λυρισμό και ελεγειακή εγκαρτέρηση. Έδωσε πνοή στο συμβολισμό και επιτάχυνε τον ποιητικό ρυθμό της ποιητικής ανανέωσης. Το ποιητικό και το μεταφραστικό του έργο είναι τεράστιο. Ο στίχος του διακρίνεται για αρχοντιά και μεγάλη τεχνική φροντίδα.

Θάνατος

Καλώς ναρθεί σαν έρθ΄ η στερνή ώρα

τα μάτια μου για πάντα να μου κλείσει,

κι όποτε νάναι, ή τώρα, ή αργήσει,

φτάνει να μην έρθει αν άγρια μπόρα.

Άνοιξη βέβαια νάναι, σαν και τώρα,

κι ακόμα μια γλυκειά γλυκούλα δύση,

κι έτσι να πάρει μια αύρα να φυσήσει

και να πέσει η ψυχούλα η λευκοφόρα

σαν άνθι της μηλιάς, κι όπου το βγάλει

η αγνή νεροσυρμή που ρέει αγάλι

σε δεντρόκηπους μέσα σε βράγιες,

κι όπου το πάει, κι όπου ακόμα μείνει

απ΄ τις παλιές μονάχα φωνές

νακούει το χαίρε που κλαίει η κρήνη.

Ήταν καθηγητής φιλόλογος και μεταφραστής. Επηρεασμένος από τον Γιάννη Ψυχάρη, υπηρέτησε τη δημοτική γλώσσα. Το έργο του Σκαραβαίοι και Τερρακότες εκδοθήκανε το 1919 και απέσπασε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1868 και πέθανε στο Πρίντεζι της Ιταλίας το 1920, σε ηλικία 52 χρονών. Γεννήθηκε στο Αγρίνιο, αλλά τα περισσότερα χρόνια του τα έζησε στο Μεσολόγγι και στο εξωτερικό. Στο Μεσολόγγι φοίτησε στην Παλαμαϊκή Σχολή έχοντας για συμμαθητή του και τον Αντώνη Τραυλαντώνη. Σπούδασε στο Μεσολόγγι και πέρασε τα παιδικά του χρόνια χάρη στους πλούσιους συγγενείς του Σωτήρη και Ελένη Στάϊκου,[64] που τον είχανε αναλάβει. Αργότερα σπούδασε Νομικά στην Αθήνα. Αγωνίστηκε κι αυτός δίπλα στον Παλαμά, τον Καρκαβίτσα, τον Βλαχογιάννη και τόσους άλλους, για την πνευματική αναγέννηση της Ελλάδος. Το έργο του διακρίνεται για το κοινωνικό του περιεχόμενο.. Τα πεζογραφήματά του ρεαλιστικά περιγράφουν την φτωχολογιά και την αθλιότητα του χωριού και της πόλης. Ο Μίλτος Μαλακάσης σχολιάζει το έργο του Κώστα Χατζόπουλο ως εξής:[65]

«Το γούστο του, στην εκλογή των έργων που μετέφραζε, υπερέβαινε κάθε έπαινο και η γλώσσα του, η ορθόδοξη δημοτική, πολύ προσεκτικά γραμμένη και χωρίς καμμιά τολμηρή υπερβασία, εβάδιζε σημειωτά. Το ελάττωμα και το προτέρημά της. Το ύφος του, το στρωτό και αψεγάδιαστο, δεν είναι δυνατό να χρησιμεύση για υπόδειγμα. Είναι το αντίθετο δείγμα ατολμίας και αβεβαιότητας, προωρισμένο να μην ενθαρρύνη τους γενναίους αγώνες».

Ο Χατζόπουλος είναι μεταξύ των πρώτων που ακολούθησε το ρεύμα του συμβολισμού, το οποίο καθιέρωσε στην Ελλάδα, χωρίς να βρε απήχηση. Να ένα ποιητικό δείγμα:

Ορθό στέκεσαι αντίκρυ μου, ολόμορφο βουνό,

Βουνό με τ΄ άσπρα μάρμαρα και τα σγουρά πεύκα,

Γλαρό, ιλαρό προς τον γλαυκόν υψώνεσαι ουρανό

Και λιγερόκορμο καθώς των λαγκαδιών σου η λεύκα.

…………………………………………………………

Ολόρθο, ολόφωτο όνειρο που η κορυφή ψηλά

Ανέννοιαστη, αν στα πόδια της κοιλάδα πρασινίζει

Κι αν τραγουδούνε τα πουλιά και το νερό κυλά,

Ατάραχη προς το γλαυκό περίγυρα αντικρίζει…

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Θεόδωρος Μακρόπουλος γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1900. Μετά τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή, υπηρέτησε ως καθηγητής μέχρι την εξάντληση της σταδιοδρομίας του. Πρωτοεμφανίστηκε στις τοπικές εφημερίδες «Ανεξάρτητος» Μεσολογγίου και «Φως» Αγρινίου».

Ασχολήθηκε με την παιδαγωγική έρευνα. Τα κείμενά του και η συγγραφή «Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων», για τους μαθητές του γυμνασίου, συγκροτούν μέρος της νεοελληνικής παιδικής λογοτεχνίας, επισημαίνει ο Δημήτρης Σταμέλος. Διακρινότανε για την αφηγηματική του χάρη, με στρωτό ύφος και διάχυτη τη νοσταλγία του παλιού καιρού του Μεσολογγίτικου χώρου, φυσικού, ιστορικού και πνευματικού. Η αφήγησή του είναι αδρή, με λυρική διάθεση, που αποπνέει την ομορφιά και τη γοητεία της λιμνοθάλασσας. Τα διηγήματά του είναι ως επί το πλείστον ηθογραφικά, περιλαμβάνουν τοπικά έθιμα και προσωπικά βιώματα. Τα έργα του έχουν βραβευτεί από το κράτος και πνευματικούς οργανισμούς.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Αγρίνιο 1887 – Θεσσαλονίκη 1950


Γεννήθηκε στο Αγρίνιο όπου τελείωσε το Δημοτικό και τις δύο πρώτες γυμνασιακές τάξεις. Το Γυμνάσιο το τελείωσε στο Μεσολόγγι. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και σταδιοδρόμησε στο Υπουργείο Οικονομικών. Το 1932 έγινε Διευθυντής του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους και το 1938 πάρεδρος του Ελεγκτικού συνεδρίου. Τα πρώτα του ποιήματα δημοσίευσε στην εφημερίδα του Μεσολογγίου «Ανεξάρτητος» καθώς και στο περιοδικό του δημοτικισμού «Νουμάς». Χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα «Θάμυρις ο Φιλάμωνος» και «άγγελος Ρωμαίος». Ίδρυσε και διηύθυνε το Περιοδικό «Νέα Γράμματα» (1924 – 1925). Στην ποίησή του τραγούδησε την επαρχία, όχι ως επιφάνεια αλλά ως ουσία, τον πλούτο ψυχής των ανθρώπων της, «το άξιο και το αληθινό» εκείνων που ζουν μακριά από το πολύβουο άστυ.

ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ


Διδάχτηκε τα εγκύκλια γράμματα στο χωριό του Νεοχώρι Μεσολογγίου και αποφοίτησε το 1922 από το Γυμνάσιο Μεσολογγίου . Φοίτησε στη Νομική Αθηνών αλλά πτυχίο δεν πήρε . Διορίστηκε υπάλληλος στο Δήμο Αθηναίων . Εκεί, στην Αθήνα , ήλθε σε επαφή με τους φιλολογικούς κύκλους της εποχής του και συνδέθηκε ιδιαιτέρως με το Μαλακάση και την Πολυδούρη . Δημοσίευε συνεχώς ποιήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής . Οι πρώτες ποιητικές συλλογές ξάφνιασαν για την ευαισθησία , το στίχο , την πρωτοτυπία τους. Πέθανε από φυματίωση , πριν ανατείλει το ποιητικό του άστρο . Τα άπαντά του , με επιμέλεια του αιτωλοακαρνάνα Κ. Σ. Κώνστα, εκδόθηκαν από την Κοινότητα Νεοχωρίου Παραχελωίτιδος το 1972.

ΜΙΜΗΣ ΛΙΜΠΕΡΑΚΗΣ (Λυμπεράκης)

Ο Μίμης Λιμπεράκης, γιος του πλούσιου κτηματία Γιώργου Λιμπεράκη, γεννήθηκε το 1880 στο Μεσολόγγι και πέθανε στις 15 Απριλίου του 1967. Ήταν ένας ιδιόρρυθμος λόγιος, του οποίου εκδοθήκανε το 1934 μονάχα δεκαπέντε ποιήματα με τίτλο «Παιδικοί Ύμνοι». Κυκλοφορήσανε σε δεκαπέντε αντίτυπα σε στενό κύκλο φίλων του.[66] Επίσης επιστολές προς φίλο του Απόστολο Μελαχρινό στην Κωνσταντινούπολη, με τον οποίο ίσως διατηρούσε σχέσεις! Τον αναφέρουμε στους μεσολογγίτες λογοτέχνες, αλλά δεν βρεθήκανε τα έργα του μετά το θάνατό του. Η πρώτη ποιητική εμφάνισή του έγινε το 1899 σε μεσολογγίτικο εφημερίδα και από το 1901 ως το 1912 εμφανίζεται σε περιοδικά της Αθήνας, του Πειραιά, της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Μετά το θάνατό στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, το Νοέμβριο του 1968, δημοσιεύτηκε το ποίημα «Στους Πύργους της Αγγλίας τα Μεγάλα Όργανα». Το ποίημα αυτό μαγνητοφωνήθηκε από τον Δημ. Μαλακάση και τον Τάκη Παναγόπουλο σε επίσκεψή τους στον τυφλό πλέον Λιμπεράκη.

Ο Λιμπεράκης ήτανε πρωτοπόρος του νεορομαντικού κινήματος στην ελληνική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην ποίηση, μαζί με τον Βάρναλη και το Φιλύρα.

Ο αρχιμουσικός Δημήτρης Μητρόπουλος στη διαθήκη του εξέφρασε την επιθυμία στην κηδεία του κάποιος να απαγγείλει ποίημα του Μίμη Λι(υ)μπεράκη. Απάγγειλε ποίημα η κοινή φίλη τους, η τραγωδός Κατίνα Παξινού, που είπε:

Αγαπητέ κι αξέχαστε κυρ Μίμη. Σε ποιόν ουρανό άραγε ζεις, φιλάς, γράφεις, ζωγραφίζεις, ακούς μουσική; Σε ποιόν ουρανό πίνεις τον καφέ σου και καπνίζεις το τσιγάρο σου; Στο μεσολογγίτικο, φυσικά.

Σπάνια ένα καλλιτεχνικό έργο είναι πλημμυρισμένο από τις ομορφιές και τις χάρες της πατρίδας του δημιουργού και τα φαρμάκια και τους πόνους των ανθρώπων. Το Μεσολόγγι και η Ελλάδα χρωστάει στον Μίμη Λιμπεράκη.[67]

Στις εργασίες που έχουν γραφτεί σχετικά με το Μίμη Λιμπεράκη, υπάρχει ένα μυστήριο όσον αφορά τη λογοτεχνική του προσφορά. Μένει περισσότερο ο θρύλος, παρά η προσφορά του.[68] Ήταν μονήρης και απόμακρος. Οι μεσολογγίτες τον θυμούνται να περπατά μονάχος του στον δρόμο της Τουρλίδας κάθε απόγευμα. Δεν είχε συντροφιές και ιδιαίτερες σχέσεις με ανθρώπους. Ήταν νυμφευμένος, αλλά δεν είχε σχέσεις ούτε με τη γυναίκα του, η οποία για να εξοικονομά χρήματα έκανε τη δασκάλα του πιάνου. Ο ίδιος είχε μεγάλη περιουσία, αλλά ήταν σφικτός και φαίνεται ότι δεν της έδινε χρήματα. Γεννήθηκε το 1880. Ταξίδευε επί σαράντα χρόνια στην Ευρώπη, αλλά είχε πάντα μία κλειστή ζωή. Υπήρξε φίλος του Μωρουά, του ντε Μπαρός, του Ντάνκαν, του Ρίλκε, του Νίκου Καζαντζάκη, του Λαπαθιώτη, του Μελαχροινού., του Βάρναλη και άλλων λογοτεχνών. Ήταν αντικομφορμιστής, αλλά ιδιότυπος στην φρασεολογία του και ωμός, είχε ποιότητα και γνώριζε την παγκόσμια φιλολογία, ενώ αγαπούσε τον Βερλαίν, τον οποίο είχε μεταφράσει. Δημοσίευσε διάφορα κείμενα με το ψευδώνυμο FINGAL, κυρίως αισθητικές μελέτες. Ο Καμπάνης τα ποιήματά του και τα πεζά του τα σχολιάζει στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ως αξιόλογα. Συνεργάστηκε στα περιοδικά «Το Περιοδικό μας» του Βώκου, την «Ηγησώ», την «Ζωή» της Πόλης, τα «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας, τον «Πάνα» του Καμπάνη και τον «Ακρίτα» του Σκίπη.

Δεν συμπαθούσε το λαό, γιατί ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του εστέτ, γεγονός που τον γέμιζε με εγωισμό. Δεν συμπαθούσε τις γυναίκες.

Να ένα απόσπασμα από το ποίημα «Κουρσάρικο», που είναι δείγμα ενός «ανώμαλου ερωτισμού»:[69]

Ο τρίτος ήτανε Ναπολετάνος

Κι΄ όλο ετραγουδούσε, τραγουδούσε

Καϋμός σ΄ αρσενικά και θηλυκά όπου περνούσε,

Ο ξένος ναυτικός, ο πλάνος…

Και τώρα σαν φυσάν του χινοπώρου οι γαρμπήδες

Που φέρνουν πόθους ταξιδιού σε μέρη αλαργινά,

Το πέρασμά τους νείρονται κι΄ αηχολογάν σ΄ ανάλαφρες γαϊτες

Ψαρόπουλα που νύχτωσαν στα σκοτεινά νερά.

Κι αλλού στους Παιδικούς Ύμνους:

Αγαπημένε, αγαπημένε,

Έτσι τη βρήκε την ψυχή μου ο ερχομός σου

Κι ωσάν εωθινό μιας νέας ζωής

Ακούστηκε ο πρωτολάλητος σκοπός σου.

Και η φωνή σου είναι γεμάτη

Από ένα πόθο άγνωρο ερωτικό,

Νάταν να πέθαινε στα χέρια του

Στης λύρας το ρυθμό μεγαλωμένο

Έχοντας για στερνή χαρά απάνω του γυρμένα

Τα μάτια σου για ουρανό.

Κι άλλο:

Μα όταν θα διαβαίνουν την αυλή και θ΄ αντικρύσει

Τους κλώνους της ανθισμένης πασχαλιάς

Που τα μαλλιά του εκείνος που εχάθη είχε στολίσει

Στα χείλη του τα φιλημένα απ΄ τον έρωτα

Ένα χαμόγελο ας ανθίσει.

Απόξω από την ταβέρνα που προσμένω

Το παλληκάρι μου τ΄ αγαπημένο

Για να πλαγιάσουμε μαζί και πάλι

Πάνω στα ρίσκια στ΄ ακρογιάλι.

Στη φουρτούνα σαν θα γροικάω τη μιλιά του

Πούναι απαλή και παιδακίσια

Με τι κουράγιο θα κρατάω την ορμή την πελαγίσια

Τα καστανόξανθα χαϊδεύοντας μαλλιά του.

Μα εμείς αγκαλιαστοί θα σιγολέμε

Μέσα στις γειτονιές μερακλωμένοι

Παληά κουρσάρικα τραγούδια

Εκείνο άγουρο παιδί και εγώ ψαράς.

Πώς εκδοθήκανε οι «Παιδικοί Ύμνοι» σε δεκαπέντε αντίτυπα;[70] Αναφέρεται ότι μία γνωστή του κυρία που τον θαύμαζε, του ζήτησε τα ποιήματα να τα διαβάσει. Εκείνη όμως τα έδωσε κρυφά σ΄ ένα αθηναίο εκδότη να τα εκδώσει. Ο Λιμπεράκης ήρθε στην Αθήνα και έμενε στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Εκεί τον αναζήτησε ο διορθωτής του βιβλίου, που ήθελε κάποιες εξηγήσεις. Ο Λιμπεράκης ξαφνιασμένος πληροφορήθηκε το γεγονός. Ζητά το λόγο από την κυρία και στο τέλος ο ποιητής πείθεται να εκδοθούν μονάχα δεκαπέντε αντίτυπα. Τυπωθήκανε, λοιπόν, δεκαπέντε αντίτυπα και πήρε η κυρία τα δέκα και ο Λιμπεράκης τα πέντε!

Ο Κώστας Ουράνης χαρακτηρίζει ως εξής την «ενοχοποιητική ποίηση» του Μίμη Λιμπεράκη:

* «Αλήτης ευγενικός γυρίζει στον κόσμο ο ποιητής τζέντλεμαν στο παράστημά του, στους τρόπους. Οι εμπνεύσεις του περνούν τα όρια τα στενά πατριδολογικά όρια, που θέλουν μερικοί να περιορίσουν την τέχνη τους. Και η ποίησή του δεν φορά ποτέ μάσκα».

Ο Θανάσης Παπαθανασόπουλος αφιέρωσε στο Μίμη Λιμπεράκη ένα ποίημα, που γράφει (δεύτερη στροφή):

Τώρα οι στίχοι του και τ΄ όνομά του,

Μουσικοί της ζωής του άγραφοι φθόγγοι

Κι αρχάγγελοι με τα φτερά τους κάτου,

Ηχούν κάποιες νυχτιές στο Μεσολόγγι.[71]

Αυτή η ενοχοποιητική και λαγνορομαντική ποίηση του Μίμη Λιμπεράκη και οι «ιδιαζούσης φύσεως» προτιμήσεις του, φαίνεται ότι τον κάνανε να κρύβεται και να μη φανερώνει τις μύχιες σκέψεις του και τα ποιήματά του, τα οποία δεν βρεθήκανε, ούτε μετά το θάνατό του. Ο φίλος του Απόστολος μελαχρινός, είχε την ίδια αντίληψη για τη λαγνορομαντική ποίηση, που ήτανε εκπρόσωπος της και έγραφε στο περιοδικό του ΖΩΗ. Ο Μίμης Λιμπεράκης είχε στην υπηρεσία του τη Δέσποινα σύζυγο Ανδρέα Ι. Παπαγεωργίου, στην οποία με συμβολαιογραφική, πράξη στις 26 Νοεμβρίου 1963, της δώρισε ένα παλαιό σπίτι, για τις υπηρεσίες της αυτές, «λόγω ιδιαιτέρας στοργής και αγάπης…και ένεκεν ιδιαιτέρου ηθικού καθήκοντος και, εκ λόγων ευπρεπείας».[72] Ίσως εκείνη να γνωρίζει τι έγιναν τα προσωπικά του είδη, τα οποία ως τώρα δεν έχουν εμφανιστεί.

Μα ο Μίμης Λιμπεράκης έγραψε και για τη Λιμνοθάλασσα -ποιός άραγε, μεσολογγίτης λογοτέχνης δεν έγραψε γι΄ αυτήν τη μαγεύτρα;-:

«Των γιβαριών ο φράκτης ετραγούδαγε σαν άρπα αιολική»

κι΄ ολούθε εικόνες έβλεπα και σχήματα ωραία

και η ματιά μου ‘έπαιρνε μια λάμψη εξωτική

όλος ο κόσμος νόμιζα πως ήταν ένα θέμα

για ζωγραφιά, για ποίηση, για μουσική.

Και από τους «Παιδικούς Ύμνους»:

Έτσι θαρθεί ένα πρωί που θ΄ ακουστεί η φωνή σου

κοντά σ΄ άλλες ιστορίες

στο πέλαο που ονειρευόσουνα και λαχταρούσες

στις παιδικές σου τις νυχτιές.

Έρμη θα μείνει τότε κι άχαρη η γειτονιά σου

και μαραμένοι στα πεζούλια τα΄ άλλα συντρόφια σου ανθοί

το βράδυ θάρχεται πιο θλιβερό εκεί που σκόρπαες τη χαρά σου

κι ανέλπιδα θάναι για μένα η κάθε αυγή.

Β.Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ

Σημ. Τα παραπάνω στοιχεία είναι από το ακυκλοφόρητο βιβλίο του Β.Α. Λαμπρόπουλου «Το Μεσολόγγι στον Πολιτισμό».



[1] Με έξοδα του Δημ. Μεσθενέα έγινε η έκδοση του Ύμνου, καθώς και άλλα βιβλία.

[2] Έγραψε την ιστορία του Έθνους.

[3] Οι Δομενεγίνοι ήταν μία παλαιά ζακυνθινή οικογένεια, που καταγότανε από αριστοκρατικές οικογένειες των Βενετών. Συγγενεύανε με το Δόγη Σέλβο Δομενεγίνη και το Μοροζίνη, και είχαν εγκατασταθεί εκεί από το 1183. Ο Φραγκίσκος-Λαμπρινός Δομενεγίνης (1807-1847), ήταν βουλευτής της Ζακύνθου στην Ιόνιο Βουλή. Ασχολιότανε με την ζωγραφική και τη μουσική. Εκτός των άλλων έχει συνθέσει το μελόδραμα «Μάρκος Μπότσαρης». Ήταν από τους πρώτους βουλευτές που κατάθεσε στις 26 Νοεμβρίου 1850, πρόταση Ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα. Για τις ριζοσπαστικές του ιδέες ήρθε σε αντίθεση με την αγγλική διοίκηση.

[4] Βλπ. «Μεσολόγγι, Ιερή Πόλη-Μήτρα της Ελλάδος», Β.Α. Λαμπρόπουλος, έκδοση Ι. Βασδέκη, Αθήνα 2003.

[5] Εφημερίδα «Αιών», 1873).

[6] 1788-1873.

[7] Από την ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ της Ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών.-Για περισσότερα βλέπε περιοδικό «Φθιώτις» 1958, συνεργασία Τάκη Λάππα.

[8] Siegfried Schultz, «Δημήτριος Γαλανός: Η ζωή και το έργο του», στο Λεξικό της Σανσκριτικής του Δ. Γαλανού, Αθήνα 2001.

[9] «Το άλλο Βήμα», ένθετο της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακής 20 Μαΐου 2001, σελ. 43, «σκαπανείς».

[10] Έκδοση του Ελληνο-Ινδικού Συνδέσμου, Αθήνα 2001, σελ. 1074.

[11] «Αλησμόνητοι και λησμονημένοι», έκδοση Δίφρος.

[12] Γιος του κόμη Νικολάου Σολωμού και της Αγγελικής Νίκλη, γεννήθηκε στις 8 Απριλίου 1798. Οι πρόγονοί του είχανε έρθει στη Ζάκυνθο από την Κρήτη, στις αρχές εκείνου του αιώνα και συγκαταλέχθηκαν στις σημαντικότερες οικογένειες του νησιού. Εννιά χρονών έμεινε ορφανός από τον πατέρα του και κληρονόμησε πλούσια περιουσία. Πέθανε στην Κέρκυρα στις 9 (21) Φεβρουαρίου 1857. Η Επτανησιακή Βουλή διέκοψε τις εργασίες της μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός, κηρύχτηκε δημόσιο πένθος και σταματήσανε τα δημόσια ξεφαντώματα της απόκριας, έμεινε κλειστό το θέατρο, όσο το σώμα του νεκρού «έκειτο μεταξύ των ζώντων».

[13] Γράφτηκε στην Κέρκυρα στις 1 (14) Οκτωβρίου 1859.

[14] Γιάννης Μαρκόπουλος από το φυλλάδιο του ψηφιακού δίσκου «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι».

[15] Μνήμη Γεωργίου Δροσίνη, σελ. 76 κ.ε., εκδόσεις Κάμειρος, Αθήνα.

[16] Η μουσική του Ύμνου είναι συνθεμένη σε δημοτικούς χορούς, με τέσσερις φωνές, και εθεωρείτο στην Επτάνησο ως ο Εθνικός ΄Υμνος. Την ίδια, όλη, σύνθεσε ο Μάντσαρος in stile fugato, σε 46 κομμάτια, και την αφιέρωσε στην Α.Μ. τον Βασιλέα της Ελλάδος, ο οποίος τον τίμησε με τον αργυρό σταυρό του Σωτήρος. Βλπ. «Άπαντα Σολωμού», Ιάκωβου Πολυλά, σελ. 18, έκδοση Χάρη Πάτση.

[17] Αποχώρησε γρήγορα από τη συντροφιά και την Αθήνα. Έγινε δικαστικός στην Αλεξάνδρεια. Για ένα χρόνο ο Κ. Παλαμάς και ο Ν. Καμπάς μένανε μαζί στο ίδιο δωμάτιο στην Αθήνα.

[18] Οι Παλαμάς-Δροσίνης-Καμπάς δώσανε νέα ποιητική μορφή στη δημοτική, χτυπώντας την καθαρεύουσα, ακολουθώντας την χρήση της δημοτικής μετά τα Επτάνησα, όπου υπερίσχυε η προσωπικότητα του Διονυσίου Σολωμού. Η πεζογραφία με τους Δημ. Βικέλα, Γεώρ. Βιζυηνό, Γιάννη Βλαχογιάννη, Ιω. Δαμβέργη, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ιω. Κονδυλάκη, Αλ. Μωραϊτίδη, Αλ. Παπαδιαμάντη, Αλ. Παπαδόπουλο, δημιουργήσανε τη βάση πάνω στην οποία στηριχτήκανε οι πεζογράφοι για τα επόμενα πενήντα χρόνια- Βλπ. Τάκη Καρβέλη «Η γενιά του 1880», έκδοση Σαββάλας, Αθήνα 2003.

[19] Με τον Ψυχάρη ο Παλαμάς ψυχράθηκε και διάκοψε τις σχέσεις. Από στενοί φίλοι έγιναν περίπου εχθροί.

[20] «Νουμάς», φύλλο 82, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2002.

[21] Η Μαρία Βάλβη προερχότανε από την ονομαστή μεσολογγίτικη οικογένεια των Βαλβαίων, που έδωσε κληρικούς, αγωνιστές και δύο Πρωθυπουργούς. Ο πατέρας της ήταν δικαστικός, που υπηρετούσε στην Κεφαλονιά, όπου την γνώρισε ο Ποιητής σε παιδική ηλικία, όταν επισκέφτηκε το νησί..

[22] Καινούργιο μήνυμα και στις μέρες μας!

[23] Ο συγγραφέας είναι μαρξιστής και βλέπει απ΄ αυτήν την οπτική το θέμα, αλλά ο ίδιος ο Παλαμάς είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν ανήκει σε ιδεολογίας και κόμματα. «Εγώ γράφω για τον Άνθρωπο», τόνιζε ο Ποιητής.

[24] «Κωστής Παλαμάς, από τη ζωή και το έργο του», Ανδρέα Καραντώνη, εκδόσεις Νικόδημος, Αθήνα.

[25] «Βωμοί», 1915. – Την απόδοση στη δημοτική γλώσσα του Κωστή Παλαμά διαβάζει στις εκκλησίες ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Χριστόδουλος.

[26] «Φοινικιά», Κωστή Παλαμά, πρόλογος Ηλία Λάγιου (Ιούλιος 1997), έκδοση περιοδικού ΑΝΤΙ, καλοκαίρι 2003.

[27] Βλ. Νεοελληνικά Υστερόγραφα, Κ. Μητσάκη, έκδοση Φ.Σ. Παρνασσός.

[28] Είχε λίγο σαλεμένο μυαλό, από αυτά που είδε και έζησε στην Έξοδο, από τις δηώσεις, τις σφαγές, τις συλλήψεις γυναικών που σταλθήκανε σε χαρέμια και σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Η θεία Βγενούλα, μάλλον επηρέασε το χαρακτήρα του Κωστή Παλαμά, ο οποίος την αγαπούσε.

[29] Στοιχεία Ρίτσας Φράγκου-Κικίλια, περιοδικό ΑΝΤΙ, καλοκαίρι 2003.

[30] «Όταν η ζωή γίνεται όνειρο», Π. Χάρη, πρόλογος ΄Αγγελου Σικελιανού, Δίφρος, δεύτερη έκδοση, Αθήνα 1957.

[31] Άπαντα Μαλακάση, τόμος Β΄, έκδοση Alvin Redman (Hellas), Αθήνα 1964, επιμέλεια Γιώργου Βαλέτα.

[32] «Σύγχρονα ελληνικά, βιογραφίες Ελλήνων Λογοτεχνών», Σταμάτης Χαϊκάλης, έκδοση Ινστιτούτου Διαδόσεως Ελληνικού Βιβλίου, Αθήνα 1980.

[33] Από το ημερολόγιο που εκδίδει ο Κ. Κούρκουλας.

[34] Καθιερώθηκε επίσημα ως ο Ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων το 1957 και τραγουδήθηκε στο Τόκυο.

[35] Όταν δημοσιευτήκανε οι στίχοι οι θρησκόληπτοι της Αθήνας γράψανε ότι περιείχαν ειδωλολατρικά στοιχεία! Φυσικά, αγνοηθήκανε και ο χρόνος απόδειξε ότι ο Παλαμάς έμεινε αθάνατος και το ολυμπιακό πνεύμα τον στεφανώνει σ΄ ολόκληρο τον κόσμο.

[36] Για περισσότερα βλέπε περιοδικό «το άθλον», διμηνιαία έκδοση του Ομίλου Φίλων του Ολυμπιακού Πνεύματος, Πέτρου Ν. Λινάρδου, σελ. 6 και 7, Ιανουάριος 2003.

[37] Φλόρα Μιράμπιλις, 1896, Λιονέλλα, 1891, Μάρτυς, 1894.

[38] Βλ. ένθετο ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ της εφημερίδας Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακή 18 Απριλίου 2004, σελ. 3, άρθρο Χάρη Ξανθουδάκη.

[39] Βλέπε «Μαγιοβότανα», Μανώλη Καλομοίρη, Αθήνα 1991, του Ιδρύματος Καλομοίρη.

[40] «Ο Παλαμάς κ΄ η μουσική», Μανώλης Καλομοίρης, αφιέρωμα «Νέας Εστίας», τεύχος 34, Χριστούγεννα 1943.

[41] Χάμκω η μητέρα του Αλή Πασά.

[42] Η κυρά Βασιλική.

[43] Βλ. Εφημερίδα ΝΟΥΜΑΣ, σελ. σελ. 8, Μάρτιος-Απρίλιος 2004.

[44] Χαρμίδης ή Χαρμίδας, Αθηναίος, γιος του Γλαύκωνα, θείος του Πλάτωνα, που σκοτώθηκε στη μάχη εναντίον των τριάντα τυράννων.

[45] Γιάννης Παπαδιαμαντόπουλος με μεσολογγίτικη καταγωγή. Σπουδαίος ποιητής που αναδείχτηκε στο Παρίσι και γύρω του συγεκντρωνόντουσαν λόγιοι της εποχής του. Δεν είχε δεχτεί να λάβει τη γαλλική υπηκοόττητα, αλλά η Γαλλική Εθνοσυνέλευση του απένειμε τιμητική την γαλλική υπηκοότητα τεις μήνες πριν το θάνατό του. Επίσης, ο Ζαν Μωρεάς δεν θέλησε ποτέ να υποβάλει υποψηφιότητα για τη Γαλλική Ακαδημία, παρά την πίεση των Γάλλων διανοούμενων της εποχής του.

[46] Εφημερίδα ΝΤΑΠΙΑ, Μάρτης 2005, άρθρο του καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γιάννη Παπακώστα.

[47] Επιστολή 6ης Οκτωβρίου 1929.

[48] Από το Παρίσι το 1920.

[49] Ανθολογία Μιχ. Περάνθη, τόμος β΄, σελ. 330.

[50] Το ποίημα γράφτηκε από το Μιλ. Μαλακάση για την Ανθούλα, τον πρώτο παιδικό έρωτά του. Η Ανθούλα πέθανε από φυματίωση κ΄ ήταν, ως γράφει ο ποιητής, «ένα μικρό πλάσμα γλυκό σαν μέλι, δροσούλα της ψυχής».

[51] Βλέπε περιοδικό ΠΑΡΟΥΣΙΑ, σελ. 1, Γ. Αναγνωστόπουλος, Δημήτριος Καλογερόπουλος, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2004, τ. 29.

[52] Βλ. Τα Αιτωλικά , τ. 3, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2004, ο Δημοσθένης Βουτυράς και οι μεσολογγίτικες ρίζες του, του Γιάννη Β. Καρύτσα, σελ. 17.

[53] Βλ. περιοδικό ΠΑΡΟΥΣΙΑ της ΕΑΛ, τ. 30, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004, σελ. 62, γνώμες Σπύρου Κανίνια και Χρυσούλας Σπυρέλη.

[54] Χρυσούλα Σπυρέλη, περιοδικό «Παρουσία», τ. 30, σελ. 66.

[55] Γνωστότατο τραγούδι που πρωτοδημοσιεύθηκε στο «Ραμπαγά», μελοποιήθηκε από άγνωστο μουσουργό. Οι στίχοι του γραφτήκανε για μια χαριτωμένη μαθήτρια του Αρσακείου, ξαδέρφη του ποιητή, που κάποτε κούνησε μια ανθισμένη νερατζιά και πέσανε κάτω τα λουλούδια της. Η νερατζιά έγινε αμυγδαλιά, γιατί ο Δροσίνης το θεώρησε πιο ποιητικό. Το τραγούδι το άκουσε να τραγουδιέται επιστρέφοντας από το εξωτερικό και ξαφνιάστηκε.

[56] Στοιχεία από την Ανθολογία «Ελληνική Πεζογραφία», του Μιχάλη Περάνθη, τόμος Δ΄ σελ. 302.

[57] Για περισσότερα βλπ. δοκίμιο Β.Α. Λαμπρόπουλου με τίτλο «Σολωμός-Παλαμάς-Σικελιανός (ο αρχάγγελος της ποίησης), από μάθημα στο Macquarie University του Sydney, Απρίλιος 2004.

[58] Ο εραστής του αυτοκράτορα Αδριανού.

[59] Μνημόσυνο στον Περικλή Γιαννόπουλο, περιοδικό Παναθήναια, 30 Απριλίου 1910.

[60] Ο πατέρας του Κώστας Κατσίμπαλης μάζεψε το νεκρό Περικλή Γιαννόπουλο από τη θάλασσα και φρόντισε για την ταφή του.

[61] «ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΑΣ», έπος ιστορικόν, Αντωνίου Ιω. Αντωνιάδου, πρώην γυμνασιάρχου, έκδοσις Β΄, εκ του τυπογραφείου «Ομόνοια», Διονυσίου Γ. Ευστρατίου (οδός Πραξιτέλους 8), 1900. Από τον πρόλογο του συγγραφέα.

[62] «Μεσολογγιάς», Αντωνίου Ιω. Αντωνιάδου, σελ. 19-20, έκδοση 1900. Τους Γάλλους οι οποίοι είχανε επανδρώσει πλοία και άλλα στρατιωτικά τμήματα ο Αντωνιάδης χαρακτηρίζει ως «εξωμότας Γαλάτας»

[63] Βλπ. σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο «Μεσολόγγι, Ιερή Πόλη-Μήτρα της Ελλάδος», του Β.Α. Λαμπρόπουλου.

[64] Οι Σταϊκέοι ήτανε φιλοβασιλικοί. Το 1875, πρόγονός του ήτανε βουλευτής Μεσολογγίου και αναμίχτηκε εναντίον της λαϊκής συγκέντρωσης στο Σύνταγμα, όταν συγκεντρώθηκε κόσμος για να διαμαρτυρηθεί για το πραξικόπημα της Κυβέρνησης Βούλγαρη να ορκίσει βουλευτές του Κόμματός του που είχανε ανακηρυχτεί από το εκλογοδικείο Μίλησε, μάλιστα, υβριστικά εναντίον του πλήθους και παρενέβη ο φιλοδημοκρατικός Χοϊδάς, τον οποίο μετά από μονομαχία πυροβόλησε στον πνεύμονα ο Στάικος. Τα γεγονότα αυτά είχανε ως αποτέλεσμα ο βασιλιάς να καταργήσει την Κυβέρνηση Βούλγαρη και να δώσει εντολή σε Κυβέρνηση υπό τον Κουμουνδούρο….

[65] Άπαντα Μαλακάση, τόμος Β΄, σελ. 513.

[66] Κριτική παρουσίαση Θανάση Παπαδόπουλου.

[67] Βλπ. εφημερίδα ΔΙΑΥΛΟΣ Μεσολογγίου, σελ. 7, Ιανουάριος 2004, άρθρο της Σόφης Λαναρά.

[68] Σχετικά με το Μίμη Λιμπεράκη βλέπε σχετικό βιβλίο Γ. Κοκοσούλα, έκδοση Φιλιππότη.

[69] Κριτική Θανάση Παπαδόπουλου.

[70] Αναφέρει ο Θανάσης Παπαδόπουλος, όπως του διηγήθηκε ο Κλέαρχος Κοκοσούλας.

[71] ΠΑΡΟΥΣΙΑ, τεύχος 19, σελ. 13.

[72] Δωρεά 10.000 δρχ., αριθ. 27054, συμβολαιογράφος Χαράλαμπος Θεοδώρου Παππάς, από το αρχείο του Γιώργου Αναγνωστόπουλου, προέδρου της ΕΑΛ.